Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα gonzo. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα gonzo. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2014

ΔΙΠΛΑ ΤΟΥ ΤΙΣ ΤΡΕΙΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ

ΔΙΠΛΑ ΤΟΥ ΤΙΣ ΤΡΕΙΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ







Εκείνο το βράδυ, σαν να είχα ένα προαίσθημα, μου βγήκε ο ύπνος κατά τα χαράματα… Μόλις είχε φέξει, όταν άκουσα το βογκητό του, από το άλλο δωμάτιο… Πετάχτηκα από το κρεβάτι κι έτρεξα να τον δω…


Τρεις εβδομάδες πριν


Πριν, μόλις, τρεις εβδομάδες, φάνηκαν, τα πρώτα συμπτώματα. Τον είδα να κουτσαίνει ελαφρά και παραξενεύτηκα. Είχε πέσει πριν καμιά δεκαριά μέρες, αλλά το πέσιμο ήταν αμελητέο, κι εξάλλου θα του παρουσίαζε συμπτώματα μετά από 10 ημέρες;

Πήγαμε στο γιατρό. Ίσως να είναι και γεροντική αρθρίτιδα, σκεφτόμουν στη διαδρομή. Εξετάζοντάς τον ο γιατρός ανακάλυψε ένα πολύ μικρό καρούμπαλο – σαν στραγάλι – στο κεφάλι του, που τον έβαλε σε σκέψεις… Του έγραψε κάποια χαπάκια κορτιζόνης, όπου θα βοηθούσαν τις αρθρώσεις και το περπάτημά του, και, κλείσαμε το επόμενο ραντεβού σε μια βδομάδα. Ενώ, έπαιρνε τα χάπια του κανονικά, έβλεπα, πως, μέρα με τη μέρα, όλο και δυσκολευόταν στο βάδισμα. Πηγαίνοντας, ξανά, στο γιατρό, μετά από μια βδομάδα, είχα μπει κι εγώ σε σκέψεις…


Δυο εβδομάδες πριν


Η δεύτερη εξέταση ήταν αποκαλυπτική. Το καρούμπαλο, στο κεφάλι, είχε μεγαλώσει αισθητά, μόλις σε μια βδομάδα, ενώ ανακάλυψε και μια κύστη στην κοιλιά του. Ο γιατρός ήταν ευθύς : Η κύστη εγχειρίζεται κι αφαιρείται, αλλά το καρούμπαλο στο κεφάλι είναι οστεοσάρκωμα, δηλαδή, σε συνδυασμό, με το ότι κουτσαίνει, πρόκειται για επιθετικό καρκίνο, με μετάσταση στα οστά κι ίσως και σε άλλα εσωτερικά όργανα.

- «Μα πριν ένα μήνα που τον είδες, μου είπες, πως είναι υγιέστατος, και, πως για την ηλικία του, κρατιέται καλά. Και τώρα μου λες πως είναι ετοιμοθάνατος;…». Ο γιατρός ανασήκωσε τους ώμους…

- «Μπορούμε να του κάνουμε χημειοθεραπείες», μου είπε, «αλλά, αφενός, στοιχίζουν 4000 ευρώ, κι, αφετέρου, δεν θα του προσφέρουν τίποτα… εγώ δεν στις συνιστώ…».

- «Και τι κάνουμε;». - «Περιμένουμε τη δική του πορεία ως το τέλος (του), εσύ θα τον βλέπεις και θα μου πεις… πάντως, δεν πονάει…».

Η επιστροφή στο σπίτι ήταν μια άλλη «επιστροφή»… Μέρα με τη μέρα «βάραινε». Όλο και μεγαλύτερη δυσκολία στο περπάτημα, στο να καθίσει στην καρέκλα, στον καναπέ, ή στο κρεβάτι. Οι διαδρομές του, πλέον, μέσα στο σπίτι, μικρές, μέχρι την τουαλέτα, και μέχρι την κουζίνα για το φαγητό, που όλο και μειωνόταν η ποσότητα που έτρωγε…


Μια εβδομάδα πριν


Η κατάσταση είχε χειροτερέψει με ρυθμούς ταχύτατους… ο όγκος στο κεφάλι είχε, πια, το μέγεθος καρυδιού, ενώ, κάθε μέρα, σχεδόν, πέταγε ογκίδια σε διάφορα μέρη των οστών του… Είχε βγάλει κι ένα εσωτερικό ογκίδιο στο αριστερό μάτι, που τον ανάγκαζε να το κρατάει μισόκλειστο… Το φαγητό όλο και λιγόστευε, το ίδιο κι οι κινήσεις μέσα στο σπίτι, με ενδιάμεσες στάσεις, για ξεκούραση…

Την περισσότερη μέρα ήταν ξαπλωμένος, ήρεμος, χωρίς να διαμαρτύρεται, σιωπηλός, αλλά, με το πιο απλανές, παγωμένο κι απελπισμένο βλέμμα που έχω δει ποτέ μου… Ένιωθα κι ένιωθε πως δεν υπάρχει ελπίδα και τίποτα άλλο πέρα από αυτήν… Μόνο όταν τον χάιδευα και του μιλούσα μου το ανταπέδιδε με τον τρόπο του…

Προς το τέλος της εβδομάδας είχε ακινητοποιηθεί… μίλησα με το γιατρό… «Εσύ θα δεις και θα κρίνεις, αν θα φύγει στο σπίτι του, ή θα μου τον φέρεις…». Τις τρεις τελευταίες μέρες έκοψε εντελώς το φαγητό, δεν είχε κουράγιο να πάει στην τουαλέτα… τον καθάριζα… Ακίνητος, μονίμως ξαπλωμένος, χωρίς πλέον ανταπόκριση ούτε στα χάδια μου, και με το βλέμμα μιας παγωμένης γυαλάδας… Την τελευταία μέρα έκοψε και το νερό…


Η τελευταία μέρα ζωής


Εκείνο το βράδυ, σαν να είχα ένα προαίσθημα, μου βγήκε ο ύπνος κατά τα χαράματα… Μόλις είχε φέξει, όταν άκουσα το βογκητό του, από το άλλο δωμάτιο… Πετάχτηκα από το κρεβάτι κι έτρεξα να τον δω… Ηχούσε ακόμα στ’ αυτιά μου αυτό το βογκητό – το μοναδικό στις 3 εβδομάδες της αρρώστιας του(!), τέτοια καρτερικότητα είχε(!) – που δεν ήταν πόνου, αλλά του τέλους, το «κύκνειο άσμα του»… Πήγα δίπλα του, τον ακούμπησα, ήταν παγωμένος κι η αναπνοή του γρήγορη… τον χάιδεψα, αλλά πλέον δεν υπήρχα γι’ αυτόν… ήδη όδευε για το τέλος(του)…

Έπρεπε να πάω τα παιδιά μου στο σχολείο, είχε πάει 8 η ώρα, ήμουν σχεδόν μία ώρα δίπλα του. Όταν επέστρεψα, μετά από ένα τέταρτο, είδα τη μάνα μου δακρυσμένη… «Έφυγε…», μου είπε. Δεν είχε αρχίσει ακόμα η νεκρική ακαμψία και τον χαϊδέψαμε… Πόσοι όγκοι! Παντού, σε όλα τα κόκαλά του, ογκίδια… τα αισθανόμουν – σκληρά καρούμπαλα – με την αφή των χεριών μου…

«Ξεκουράστηκε…» είπα.

Τον έβαλα σε μια χαρτονένια κούτα, μαζί με το πανάκι του, όπου ήταν ξαπλωμένος τις τελευταίες μέρες, πήρα και μια τσάπα, τον έβαλα στο αυτοκίνητο, και πήγαμε στο κοντινό δάσος, στο δάσος που ποτέ δεν έζησε στη ζωή του, κάνοντάς μας συντροφιά στο διαμέρισμα… έσκαψα… τον τοποθέτησα… τον χάιδεψα για τελευταία φορά… τον σκέπασα με το πανάκι του… έκλαψα… και τον έθαψα δίπλα σ’ ένα πεύκο. Επέστρεψα σπίτι… άδειος….

Δεκατέσσερα χρόνια(2000-2014) ήταν μαζί μας ο Ασπρούλης, στις χαρές, στις λύπες και στις δυσκολίες μας. Μέλος του σπιτιού και της οικογένειας, που πρόσφερε μόνο αγάπη, γουργουρητό, συντροφιά σε μένα(πόσες ταινίες είχαμε «δει» μαζί, έχοντάς τον στην αγκαλιά μου), και παιχνίδι με τα παιδιά μου… μέχρι πριν ένα μήνα, έπαιζε μαζί τους, με ένα μπαλάκι… «Βρε, γέρασες και παίζεις ακόμα;», του έλεγα…

Το μεσημέρι, που τα παιδιά σχόλασαν από το σχολείο, τους είπα ότι ο Ασπρούλης «έφυγε» κι ότι τώρα αναπαύεται στο δάσος… Έκλαψαν και τα τρία… «Μπαμπά τώρα η ψυχή του είναι στον ουρανό;», με ρώτησε η μικρή μου κόρη. «Δε ξέρω κορίτσι μου, ίσως να υπάρχει ένα μέρος, μπορεί και στον «ουρανό», και γι’ αυτά τα πλάσματα…».


Υ.Γ.

Ο Ασπρούλης, όπως, θα το καταλάβατε, ήταν ένα ζώο συντροφιάς, μια γάτα του Αιγαίου. Δεν το ανέφερα από την αρχή, όχι με σκοπό να μπερδέψω και να εξισώσω τον καρκινοπαθή γάτο με τον καρκινοπαθή άνθρωπο, αλλά για να δείξω ότι ο καρκίνος, τα προβλήματα, και τα συναισθήματα είναι τα ίδια και στα ζώα. Και το γράφω εγώ αυτό, που είχα καρκινοπαθή πατέρα(άσχετα αν νίκησε τον καρκίνο κι έφυγε από γεράματα στα 81 του), για να μην θεωρηθώ ότι παραβλέπω το δράμα των οικογενειών των καρκινοπαθών, αλλά, για να περιγράψω, όσο το κατάφερα, ότι, στεκόμενος δίπλα του, στη σύντομη, αλλά θανατηφόρα, ασθένειά του, αυτές τις τρεις εβδομάδες, ένιωσα πως βιώνουν την αρρώστια και την απελπισία του επερχόμενου θανάτου και τα ζώα : σαν κι εμάς… Προσωπικά είμαι πεπεισμένος ότι, όντως, είναι νοήμονα και συναισθανόμενα όντα.








Τάσος Καραντής

Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2014

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ - ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ ΚΑΙ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ - ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ ΚΑΙ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ







Η συμπόρευση του περιστεριού – ως εξημερωμένο πτηνό – με τον άνθρωπο, μας πάει χιλιάδες χρόνια πίσω στο χρόνο, από τα μυθικά χρόνια, όπου αποτελούσε το σύμβολο θεοτήτων, ως τα νεότερα, του Δαρβίνου, που τους έδωσε την ονομασία «Αγριοπερίστερα των βράχων».




Το περιστέρι των θεών και των ανθρώπων*


Columba livia - Περιστερά η πελιδνή, είναι το επιστημονικό όνομα των περιστεριών, τα οποία είναι πτηνά της οικογένειας περιστερίδες.

Η λέξη περιστέρι προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη περιστερά, η οποία, με τη σειρά της, προήλθε, μάλλον, από την σημιτική φράση perah Istar (το πτηνό της Ιστάρ, θεότητας ανάλογης προς την ελληνική Αφροδίτη).




Το ότι το περιστέρι συμβολίζει την ειρήνη, προέρχεται, από την ιουδαϊκή θρησκεία, και, συγκεκριμένα από την Παλαιά Διαθήκη(Κατακλυσμός του Νώε), αφού, κατά το τέλος του οποίου, ο Νώε έστειλε δύο περιστέρια για να δει αν υπάρχει ξηρά. Τα περιστέρια επέστρεψαν κρατώντας κλαδί ελιάς, δείχνοντας, συμβολικά, ότι ο θεός σταμάτησε τον πόλεμο προς την ανθρωπότητα.





Επίσης, συμβολίζει την αθωότητα και την αγνότητα (εξ ου και η φράση "ως αθώα περιστερά"), μιας και - στη χριστιανική θρησκεία - αποτελεί σύμβολο του Αγίου Πνεύματος (προερχόμενο από την περιγραφή της βάπτισης του Ιησού).




Αγριοπερίστερα των βράχων, τα ονόμασε ο Δαρβίνος, απ’ τα οποία, σύμφωνα με τον οποίον, κατάγονται  όλες οι κατοικίδιες ράτσες των σύγχρονων περιστεριών. Μας είναι γνωστά, εδώ και χιλιάδες χρόνια, σε διάφορες περιοχές του κόσμου. Η παλαιότερη, γνωστή μαρτυρία, για κατοικίδια περιστέρια, προέρχεται από τον καιρό της Πέμπτης Αιγυπτιακής Δυναστείας, το 3000 π.Χ., ενώ, μαρτυρίες για τη χρήση ταχυδρομικών περιστεριών υπάρχουν περίπου από τον 5ο αιώνα π.Χ. Κατά τη Ρωμαϊκή εποχή, σύμφωνα με τον Πλίνιο, τα περιστέρια πουλιόνταν σε πολύ υψηλές τιμές και μάλιστα "λογάριαζαν ακόμα και τη ράτσα και το γενεαλογικό τους δέντρο". Ο Ακμπέρ Χαν, βασιλιάς στις Ινδίες γύρω στα 1600, εκτιμούσε ιδιαίτερα τα περιστέρια, τόσο, που δεν είχε ποτέ στην αυλή του λιγότερα από 20.000, τα οποία και διασταύρωνε επιτυχώς, όπως λέει ο αυλικός χρονογράφος του.




Υπάρχουν πάνω από 300 είδη περιστεριών. Το μεγαλύτερο είδος, το Crowned Pigeon, στη Νέα Γουινέα, έχει περίπου μέγεθος γαλοπούλας και βάρος 2–4 kg, ενώ, το μικρότερο είδος, το New World Ground - Dove of the genus Columbina, έχει μέγεθος μικρού σπουργιτιού και ζυγίζει μόλις 22 g.
Το απότομο κούνημα της κεφαλής τους αντισταθμίζει τις κινήσεις του σώματος, επιτρέποντας έτσι καθαρή, σταθερή όραση. Τα φτερά των περιστεριών είναι μεγάλα, με δυνατούς μύες, που ζυγίζουν το 31-44% του σωματικού βάρους τους. Είναι από τα δυνατότερα και ικανότερα σε ελιγμούς πτηνά όσο αφορά την πτήση.




Τα περιστέρια φτιάχνουν φωλιές χρησιμοποιώντας ξερά κλαράκια σε δέντρα ή και σε οποιοδήποτε εσοχή κτιρίου. Εκεί αποθέτουν τα αυγά τους, τα οποία φροντίζουν και οι δύο γονείς. Όχι μόνο τα επωάζουν εναλλάξ, αλλά, και τα δύο φύλα, εκκρίνουν, από τον οισοφάγο τους, ένα ειδικό γαλακτώδες υγρό ώστε να τα ταΐζουν, επίσης, εναλλάξ.

Τα περισσότερα είδη μπορούν να ζήσουν από 12 έως 15 χρόνια, τα οποία περνούν κατά κανόνα ζευγαρωμένα με ένα ταίρι. Γεννούν από 5 έως 10 φορές το χρόνο από ένα έως δύο αυγά, ανάλογα με το είδος.

 Τα περιστέρια, στα χρόνια μας, έχουν προσαρμοστεί στη ζωή της πόλης πολύ καλά, αφού, σε όλο τον κόσμο, σταδιακά, εγκαταστάθηκαν στις πόλεις. Ο συνολικός πληθυσμός των περιστεριών στην Ευρώπη ανέρχεται σε 17 με 27 εκατομμύρια πουλιά.






Τα «Περιστέρια» στη Σαλαμίνα κι ο περιστερώνας μας στο Ρέστη


Στο νησί μου, τη Σαλαμίνα, υπάρχει μια περιοχή, όπου ονομάζεται Περιστέρια. Έχει πάρει την ονομασία της – σύμφωνα με τις διηγήσεις των παλιών ψαράδων - από τα αγριοπερίστερα που ζούσαν, σε δυο μικρές νησίδες, που βρίσκονται στην περιοχή αυτή. Στις μέρες μας, βέβαια, δεν υπάρχουν αγριοπερίστερα στις νησίδες αυτές, αλλά το συμπαθές – εξημερωμένο – περιστέρι, συναντάται παντού στο νησί, ακόμα και στο κέντρο της πόλης, όπως τα αντίστοιχα περιστέρια της πλατείας Συντάγματος.




Η πρώτη μου προσωπική επαφή με το περιστέρι, με πηγαίνει, 40 σχεδόν χρόνια πίσω, στην εποχή(1973), που φτιάξαμε το εξοχικό στο αγρόκτημά μας στην αγροτική περιοχή Ρέστη, κι, ο παππούς μου, έφτιαξε, εκτός από τα κοτέτσια(που φιλοξενούσαν κότες, πάπιες, χήνες και γαλοπούλες), κι έναν περιστερώνα, από πάνω του.




Είναι(το έχουμε διατηρήσει ακόμα) ένα όμορφο κουκλίστικο σπιτάκι, με κεκλιμένη στέγη. Έχει μια διπλή κεντρική πόρτα(με  συρματόπλεγμα για να αερίζεται ο περιστερώνας). Απ’ αυτήν την πόρτα έμπαινα, συνήθως εγώ, ως ο μικρός, που χώραγα, για να τον καθαρίσω από τις… κουτσουλιές τους… με τη σπάτουλα…

Στο εσωτερικό του υπήρχε ένας ανοιχτός χώρος και στο βάθος, δυο ξύλινα πατάρια, όπου είχαν τοποθετηθεί, δίπλα – δίπλα, οι φτιαγμένες(από τενεκέδες πετρελαίου) φωλιές – σπιτάκια του κάθε ζευγαριού περιστεριών.

 Πιο ψηλά, απ’ τις μεγάλες πόρτες, είχε και δυο μικρές θολωτές τρύπες με πρεβάζι, όπου, ουσιαστικά αποτελούσαν την είσοδο και την έξοδο των περιστεριών. Μου έκανε εντύπωση, πως, όταν σουρούπωνε, και συγκεντρώνονταν όλα τα περιστέρια μας, μέσα στον περιστερώνα, στα πρεβάζια των θολωτών αυτών εισόδων, στέκονταν, όλη τη νύχτα – ως το ξημέρωμα – δυο περιστέρια(«φρουροί» όπως τα ονομάζαμε), όπου, όντως, τις φύλαγαν. Λειτουργούσε, δηλαδή, ο περιστερώνας, ως το κάστρο, μιας κοινωνίας περιστεριών(ζούσαν ανά δυο σε ζευγάρια), που αριθμούσε 50 περιστέρια!




Μικρός ασχολιόμουν πολύ μαζί τους, τα τάιζα, καθάριζα τον περιστερώνα, τα παρατηρούσα και ξεχώριζα και τα διάφορα είδη(παπαγαλάκια, βούτες κλπ.). Από τις πιο τρυφερές στιγμές ήταν η επώαση των 2 αυγών που γεννούσαν, ανά ζευγάρι, αλλά, κυρίως, τα μικρά πιτσουνάκια και το τάισμά τους. Θυμάμαι και κάποιους γείτονες που ζητούσαν, από τον παππού μου, πιτσουνάκια για το… καζάνι τους(συνήθως τα μαγείρευαν σάλτσα με χυλοπίτες), αλλά, και την απάντησή του : «τα περιστέρια μου δεν τα θέλω ξεπουπουλιασμένα στο καζάνι, αλλά, με τα φτερά τους, για να απολαμβάνω το πέταγμά τους»!




Ένα απ’ αυτά(ένα παπαγαλάκι – όπως λέγεται ένα είδος με μικρό ράμφος), το είχα εξημερώσει. Καθόταν και το έπιανα, το τάιζα στα χέρια μου, και καθόταν στον ώμο μου, ενώ, εγώ περιπλανιόμουν στο αγρόκτημα, ή έκανα βόλτες, ή ρέμβαζα στην ακροθαλασσιά, ήταν η συντροφιά μου.


Δυστυχώς η σχέση μας – και η ζωή του – τελείωσε δραματικά : μου το δάγκωσε θανάσιμα το, πρώτο, αγαπημένο μου σκυλί(η Ίρμα – διασταύρωση κανίς με γκριφόν), η οποία, όσο καλή και συντροφική ήταν μαζί μου, άλλο τόσο επιθετική ήταν προς τα πτηνά μας και τα άλλα ζώα, μα και τους ανθρώπους(ήταν φύλακας που λέμε), εκτός από τις δικές μας γάτες(που τις ξεχώριζε και δεν τις πείραζε). Το λάθος δικό μου, ο σκύλος συμπεριφέρθηκε σύμφωνα με το ένστικτό του, αλλά εμένα μου στοίχισε πολύ… Θυμάμαι, το έθαψα το περιστεράκι μου, κι, έκτοτε, αποστασιοποιήθηκα από τον περιστερώνα, ώσπου τον κατάργησα(χάρισα τα περιστέρια σε έναν γείτονα που είχε κι αυτός περιστερώνα), όταν ήμουν φοιτητής στο πανεπιστήμιο και κατοικούσα στον Πειραιά, κατόπιν, «έφυγε» κι ο παππούς… τέλος εποχής…


Τρομαγμένο περιστέρι


Έπρεπε να περάσει σχεδόν μια 25ετία, για να το φέρει το τυχερό, να έρθω κοντά με περιστέρι. Ή, πιο σωστά, να με φέρουν κοντά, τα παιδιά μου!

Πριν δυο μήνες, είχαμε πάει στο αγρόκτημα κι έδωσα στα τρία μου παιδιά, τον 6 μηνών ημίαιμο βέλγικο ποιμενικό σκύλο μας, το Ρήγα, να τον βγάλουν μια βόλτα. Κάποια στιγμή άκουσα να φωνάζουν κι έτρεξα κοντά τους, βλέποντας τη Μίλλυ μου να κρατάει ένα περιστέρι στα χεράκια της!




Μου εξήγησε, πως το ανακάλυψε ο Ρήγας μέσα στα χορτάρια και το έσωσαν, κυριολεκτικά, από το στόμα του… Αυτό ήταν! Μου ήρθαν η αναμνήσεις από το περιστέρι της παιδικής μου ηλικίας και βούρκωσα… Το πήρα στα χέρια μου, ήταν τρομαγμένο, η καρδούλα του χτυπούσε πολύ γρήγορα… αλλά κι άρρωστο, όπως έκρινα πρακτικά… Γι’ αυτό το λόγο ο ιδιοκτήτης του περιστερώνα του είχε κόψει(!) τα φτερά, ώστε να μην μπορεί να πετάξει και να πάει στον περιστερώνα και να του κολλήσει και τα άλλα περιστέρια… Αντί να το θεραπεύσει, επέλεξε να το… σακατέψει και να το αφήσει, με κομμένα τα φτερά, να περπατάει μόνο κι απροστάτευτο…




Το πήραμε και το πήγαμε στον κτηνίατρο. Μόλις με είδε με περιστέρι, μου είπε : «Τι άλλο θα μου φέρεις ακόμα;». – «Γλάρο!», του απάντησα. Με επιβεβαίωσε, το περιστέρι είχε κομμένα φτερά(για τους πρακτικούς, μα βάρβαρους, λόγους που εξήγησα) κι ήταν άρρωστο, είχε μυκόπλασμα. Μου έδωσε τη θεραπεία του(φαρμακευτικό σκεύασμα σε σκόνη, όπου θα το έριχνα στο νερό του, και αλοιφή τεραμυκίνης – αφού είχε επηρεαστεί και το ένα ματάκι του) και μου είπε : «δυο μήνες θεραπεία, θα του έχουν μεγαλώσει εν τω μεταξύ και τα φτερά, και θα είναι οκ»!





Περίθαλψη - Το περιστέρι στο… σαλόνι(!)






Έτσι, βρέθηκα με ένα περιστέρι στο διαμέρισμα… Βρήκα μια μεγάλη, μεταφερόμενη, κλούβα, όπου το είχα μέσα για την θεραπεία του, αλλά κι επειδή έχουμε γάτο στο διαμέρισμα, και κάποιες ώρες – όταν ήταν τα παιδιά – απομόνωνα το γάτο σ’ ένα δωμάτιο, και το περιστέρι βολτάριζε στο σαλόνι, γεμίζοντάς το… κουτσουλιές, και βάζοντας σε αγγαρεία(σφουγγαρίσματος) τη γιαγιά(τη μητέρα μου), αλλά το έκανε από την καρδιά της, γιατί αυτή(από τους γονείς της) εμφύσησε τη φιλοζωία σε μένα, κι εγώ στα παιδιά μου.






«Μπαμπά το περιστέρι έχει ένα… μπαλόνι στο λαιμό του!»



Ένα πρωί, ξύπνησα μ’ αυτή τη φράση από τα παιδιά μου, και, πράγματι, είχε φουσκώσει, αφύσικα, η γούλα του περιστεριού. Ξανά στον κτηνίατρο…

«Σύμπτωμα της ασθένειάς του», μου είπε. Και πήρε μια σύριγγα και, μπροστά στα – έκπληκτα – μάτια μου, του έκανε δυο τρύπες με τη βελόνα στη φουσκωμένη γούλα του, την πίεσε, όπως πιέζουμε ένα μπαλόνι(!), βγάζοντας τον αέρα από μέσα και ξεφουσκώνοντάς την! Μου εξήγησε, κατόπιν, πως τα περιστέρια, δεν έχουν πνευμόνια, όπως εμείς, αλλά αεραγωγούς, από τους οποίους αναπνέουν. Λόγω του μυκοπλάσματος, ένας αεραγωγός είχε πάθει διάτρηση και ο αέρας εγκλωβιζόταν ανάμεσα στον διατρημένο αεραγωγό και το δέρμα του, δημιουργώντας του αυτήν την αφύσικη γούλα…



Απελευθέρωση



Οι δυο(2) μήνες πέρασαν, άλλα προβλήματα δεν είχε το περιστεράκι, η θεραπεία ολοκληρώθηκε, τα φτερά μεγάλωσαν, το θρέψαμε κιόλας, ο κτηνίατρος το έλεγξε κι έδωσε το οκ του, κι ήταν έτοιμο για την επιστροφή στη φύση. Γιατί τα περιστέρια δεν είναι για τις κλούβες, τα διαμερίσματα και να περπατάνε στα σαλόνια, αλλά για να πετάνε στον… αέρα!

Πριν το πάμε στην αγροτική περιοχή του αγροκτήματος και το απελευθερώσουμε, το αποχαιρετήσαμε, στο διαμέρισμά μας, φωτογραφιζόμενοι μαζί του, για ανάμνηση, και χαϊδεύοντάς το για τελευταία φορά.







Όταν τα χεράκια της Μίλλυς, που το πρωτόπιασε, το απελευθέρωσαν, όλοι χαμογελάσαμε δακρύζοντας από συγκίνηση χαράς!




Τα παιδιά μου, έμαθαν πως η φιλοζωία δεν περιορίζεται στο να έχουμε μια γατούλα κι ένα σκυλάκι στο σαλόνι, αλλά επεκτείνεται σε όλα τα ζώα, κι εγώ, ξαναθυμήθηκα τα παιδικά μου χρόνια, το περιστέρι μου, και την επαναφορά μου(που την χρωστάω στα παιδιά μου) σε μια πιο ενεργητική κι έμπρακτη φιλοζωία.


Πριν ξεκινήσω το αυτοκίνητο για να επιστρέψουμε στην πόλη, έκλεισα, για μια στιγμή, τα μάτια, και κράτησα, για πάντα, μέσα μου την εικόνα του πετάγματός του στον αέρα και τον ήχο του φτερουγίσματός του.




Η λέξη απελευθέρωση δεν χρειάζεται μόνο λεξικό για να ξέρεις τι σημαίνει.

Τάσος Καραντής

*Βλ. http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CE%B5%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%AD%CF%81%CE%B9

Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2014

Μια «Καρδιά παραπονιάρα» από τη… Γκάνα!

Μια «Καρδιά παραπονιάρα» από τη… Γκάνα!




Η Τρούμπα – με το κακόφημο, αλλά πασίγνωστο όνομα – αποτελεί, στην ουσία, ένα οικοδομικό τετράγωνο του Πειραιά, που ξεκινά από την Ακτή Μιαούλη, και περικλείεται από τις οδούς Φιλελλήνων, Κολοκοτρώνη και Σωτήρος Διός.




Στη μέση, αυτού του τετραγώνου, βρίσκονται, οι δυο, κεντρικοί, και πρωταγωνιστικοί, δρόμοι της, οι οδοί Φίλωνος και Νοταρά.




Ως ονομασία, την πρωτάκουσα, από πιτσιρικάς, από τον ψαρά παππού μου κι από το ναυτικό πατέρα μου.




Ως εικόνα, την πρωτοείδα, στις ελληνικές ταινίες, από την ομώνυμη «Τρούμπα ’67» και τα «Κόκκινα φανάρια», ως την περίφημη, κλασική «Λόλα».




Ο ίδιος, την «πρωτοπερπάτησα», στα μέσα την ‘80ς, όταν ήμουν φοιτητής στο Πανεπιστήμιο, και κατοικούσα στο κέντρο του Πειραιά(στην οδό Πραξιτέλους). Την επισκεπτόμουνα, τότε, για να ακούσω τον Ζαμπέτα και τον Τσετίνη, που εμφανιζόντουσαν εκεί, και, βέβαια, για τα κορίτσια της, στα καμπαρέ.




Για την Τρούμπα, έχω γράψει ένα αφιέρωμα.

http://www.e-orfeas.gr/singing/tributes/352-article352.html


Πολύ περιληπτικά, η ιστορία της συμπορεύεται, χρονικά, με την ιστορία του πειραιώτικου ρεμπέτικου, για να δεχτεί το «μεγάλο πλήγμα» της, το 1968, από τον διορισμένο δήμαρχο της χούντας στον Πειραιά, τον Σκυλίτση, ο οποίος, έκλεισε τους οίκους ανοχής κι έδιωξε τις ιερόδουλες.




Από τότε, άρχισε μια άλλη περίοδος για την Τρούμπα, όπου έκλεισαν μεν οι οίκοι ανοχής, αλλά, παρέμειναν τα καμπαρέ, που λειτουργούσαν με «κορίτσια», από τις Φιλιππίνες, την Ταϊλάνδη, τον Άγιο Δομήνικο και το Ελ Σαλβαδόρ.



Η μεγάλη κάμψη για της Τρούμπας άρχισε στα μέσα της δεκαετίας του ’80 και συνεχίστηκε ως τα χρόνια μας, αφού, τίποτα πια δεν θύμιζε την «παλιά Τρούμπα», εκτός από τα ελάχιστα μπαρ με γυναίκες, κι ένα σινεμά(το «Ολύμπικ») που πρόβαλε ταινίες πορνό.

Στην περιοχή κυριαρχεί πια «η μέρα», με τις ναυτιλιακές εταιρείες, τα εμπορικά καταστήματα και τα «ξενοδοχεία του έρωτα», αλλά και για την εξυπηρέτηση των, αλλοδαπών κυρίως, ναυτικών. Ενδεικτικό της μεγάλης αλλαγής στην Τρούμπα, νομίζω, πως είναι το γεγονός, ότι, εκεί πλέον, στεγάζονται τα Δικαστήρια του Πειραιά! Η Τρούμπα του μύθου έχει περάσει στη σφαίρα του θρύλου…




Την Τρούμπα είχα «να την περπατήσω», νύχτα, από τα φοιτητικά μου χρόνια. Να, όμως, που μια αλλαγή στη ζωή μου(διαζύγιο), «απελευθέρωσε τη νοσταλγία» για το – λαϊκό - παρελθόν(μου), και ξανάρχισα να την επισκέπτομαι, αραιά και που…




Ανακάλυψα, λοιπόν, πως η Τρούμπα η επιβιώνει ακόμα. Τα μπαρ με γυναίκες κρατούν καλά!




Απλά τα «κορίτσια», έχουν αλλάξει, με κυρίαρχα αυτά από τη Ρουμανία, την Ουκρανία, τη Ρωσία, την Πολωνία, τη Βουλγαρία, την Αλβανία, και, λίγες, Ελληνίδες(άνω των 40, που «δεν περνάει πια η μπογιά τους»)...



ενώ δεν λείπουν κι οι «εξωτικές περιπτώσεις», όπως, λατινοαμερικάνες από τον Άγιο Δομήνικο, κι ολόμαυρα, ορίτζιναλ κορίτσια από την Αφρική.





Έχοντας επισκεφτεί αρκετά μπαρ, έχω καταλήξει σ’ ένα, όπου η κατάσταση είναι η πιο χύμα, και οι θαμώνες του οι πιο λαϊκοί και λούμπεν τύποι του Πειραιά.


Παίζει, ακόμα και τα παλιά, κλασικά, λαϊκά τραγούδια, από Ζαγοραίο και Γαβαλά, μέχρι Καζαντζίδη και Διονυσίου, ως τους πιο μεταγενέστερους Μαργαρίτη και Τερζή, κι έτσι έχω βρει το στέκι μου, για μια νυχτερινή μου έξοδο, ή την κατάληξη μιας βραδινής μου εξόδου.




Διαλέγεις και παίρνεις : ή κάθεσαι στο μπαρ, και, με 5 ευρώ το ποτό(εγώ είμαι και των 1 - 2 μαρτίνι το πολύ…), ακούς τα λαϊκά σου και μερακλώνεις, ή, κερνάς και «γυναικείο ποτό»(10 ευρώ), και κάθεσαι μ’ ένα νεαρό κορίτσι(20 ως 30 ετών) συντροφιά, στους καναπέδες, και αρχίζεις το μπαλαμούτι…




Εκεί τα κορίτσια είναι «αρπακτικά»! Δεν χαμπαριάζουν, πιάνουν(κυριολεκτικά!) «πουλιά στον αέρα», και το παιχνίδι είναι χοντρό, ξεκινά, κατευθείαν, από τα… γεννητικά σου όργανα! Μόνο έτσι, εξάλλου, θα πέσουν τα πολλά κεράσματα(= μάρκες, δηλαδή, ποσοστά για τα κορίτσια).

Το πιο, κυνικό, αλλά, και ειλικρινές κι αμακιγιάριστο «δούναι και λαβείν»! Όσο έχεις και κερνάς, τόσο πιο πολύ χοντραίνει το παιχνίδι του χαμουρέματος, που η γκάμα του περιέχει από γλωσσόφιλα, μέχρι βυζιά και κώλους έξω, καθώς και χαϊδέματα, γλειψίματα και «φάσεις» που θα μπορούσες να τις πεις, ως προκαταρκτικές ενός public sex! Αν η τσέπη σου αντέχει, η συνέχεια, σε πάει στην άλλη μέρα, μ’ ένα ραντεβού, σε ξενοδοχείο της Τρούμπας, για πήδημα, αφού έχει προηγηθεί η γνωριμία, την προηγούμενη νύχτα…

Άλλες φορές, θέλω να ακούσω τα τραγούδια μου, με ελάχιστη κουβεντούλα στο μπαρ, αλλά, άλλες, «αφήνομαι» στην αρπαγή από τα κορίτσια και βυθίζομαι στα αμαρτωλά χάδια τους…




Ένα βράδυ, με το που μπήκα στο μπαρ, βλέπω ένα υψηλό, ολόμαυρο, «αλαβάστρινο άγαλμα» να με πλησιάζει, και να μου ζητάει, με σπαστά ελληνικά, την παρέα μου.



Ήταν, μια 23χρονη κοπέλα από την Αφρική(από τη Γκάνα, όπως μου είπε), απ’ αυτές, που, στην πιάτσα, τις λένε, «εντελώς μπλακ», αλλά με καταπληκτικές αναλογίες κορμιού, και το πιο σφιχτό, ελαστικό και λείο δέρμα που έχω αγγίξει!


Να, για να έχετε μια εικόνα, είχε το αγαλματένιο κορμί μιας Αφρικανής αθλήτριας στίβου!




Χαμογελαστή κι απελευθερωμένη, με παρέσυρε… δεν ήθελα και πολύ! Φιλιά, γλειψίματα στο λαιμό, χάδια στα επίμαχα σημεία, εκατέρωθεν, είχα γίνει πύραυλος!


 Αλλά, πιο πολύ με εντυπωσίασε το αψεγάδιαστο κορμί της, σε συνδυασμό με το πιο τέλειο δέρμα της! Δεν χόρταινα να το χαϊδεύω, κι, ειδικά, το λούκι της ατέλειωτης πλάτης της ως κάτω… και τα σφιχτά, χωρίς ίχνος κυτταρίτιδας, μπούτια της και κωλομέρια της. Ήταν το κάτι άλλο!


 Μια ξεχωριστή, εξωτική, εμπειρία! Αλλά είχα τον καημό που δεν μπορούσα να μιλήσω μαζί της : τα ελληνικά της λίγα(τα εντελώς βασικά) και σπαστά, τα αγγλικά της ανύπαρκτα και τα γαλλικά της τέλεια! Αλλά, με τη δική μου άγνοια των γαλλικών, μείναμε, τελικά, στα «γαλλικά φιλιά» και στη γλώσσα του σώματος…




Και κάπου εκεί, προς το τέλος, και προς τα χαράματα, λίγο πριν φέξει, παίζει(από το πρόγραμμα του υπολογιστή πια…) το «Καρδιά παραπονιάρα» με τον Καζαντζίδη! Και σηκώνεται το λάγνο πλάσμα από την Γκάνα, και ρίχνει ένα από τα πιο ωραία γυναικεία ζεϊμπέκικα που έχω δει!


 Και, αυτή, με τις μετρημένες ελληνικές λέξεις, ήξερε, και σιγοτραγουδούσε, επαναλαμβάνοντάς τους ολόσωστα, όλους τους στίχους του(!) :

https://www.youtube.com/watch?v=4tTBja8kbcQ


Ποια λύπη σε βαραίνει
βαριά κι αφόρητη
καρδιά παραπονιάρα
κι απαρηγόρητη

Σ’ αυτόν τον ψέυτη κόσμο
τον τόσο άπονο
Καρδιά γιατί να λειώνεις
με το παράπονο

Ποιος σ’ έχει αδικήσει
και σε ξεγέλασε
μίλησε καρδιά μου
και χαμογέλασε


Κοίταξε να δεις, σκέφτηκα, ο λαϊκός μας πολιτισμός(το λαϊκό μας τραγούδι) προάγεται σ’ ένα μπαρ - «κωλοτρυπίδα» της Τρούμπας, και ταξιδεύει στην Αφρική!

Ήταν το πιο απρόσμενο φινάλε, βραδιάς μου σε κωλόμπαρο! Μια «Καρδιά παραπονιάρα» από τη… Γκάνα!  




Τάσος Καραντής