Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα astro. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα astro. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2014

Ο ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΕΝΟΣ ΡΕΜΠΕΤΗ

Ο ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΕΝΟΣ ΡΕΜΠΕΤΗ






Το 1999 έγραψα ένα βιβλίο(εργοβιογραφία) για τον θρυλικό ρεμπέτη και άγριο μάγκα του Πειραιά, το Νίκο Μάθεση(1907-1975), περισσότερο γνωστό κι ως Τρελάκια («Νίκος Μάθεσης – ο θρυλικός Τρελάκιας του ρεμπέτικου», εκδ. “Στοχαστής”, Αθήνα 1999).


Ο Μάθεσης, όμως,  είχε και μια μυθιστορηματική ζωή, κι έτσι επέλεξα τα πιο δυνατά, ζωντανά και περιεκτικά αποσπάσματα από τα ίδια του τα λεγόμενα, μέσα από τα απομνημονεύματά του, προσπαθώντας, μ’ αυτά, να συνθέσω ένα κείμενο, έναν μονόλογο που να περικλείει, συνοπτικά, όλη την περιπετειώδη ζωή του!


Ταυτόχρονα, αφαιρώντας τα ονόματα, ήθελα να δοκιμάσω αν αυτή η νέα σύνθεση μπορεί να λειτουργήσει,  αυτόνομα, ως ένας θεατρικός μονόλογος, ο «μονόλογος ενός ρεμπέτη, του Νίκου Μάθεση».


Ο ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΕΝΟΣ ΡΕΜΠΕΤΗ









Μεγάλωσα στον Περαία. Καθόμασταν στον Άγιο Νικόλαο, στο Τελωνείο. Ο πατέρας μου ήταν ένας από τους μεγαλύτερους ιχθυέμπορους στην Αγορά του Περαία. Είχε πάγκο στην Κεντρική Ιχθυαγορά. Εμένα μου άρεσαν τα γράμματα και η ζωγραφική κι από πιτσιρικάς ζωγράφιζα, έκανα σχέδια κι έγραφα στίχους. Όμως ο πατέρας μου δεν μ’ άφησε να τελειώσω το Γυμνάσιο. Μ’ έβγαλε και με πήρε μαζί του στην Αγορά λέγοντάς μου :  «Εδώ είναι το ψωμί, οι ζωγράφοι πεινάνε»!



Σε ηλικία 15 χρονών, στις αρχές της δεκαετίας του’20, βρέθηκα στην ψαραγορά, μέσα σε μια Βαβυλωνία κακοποιών, που το λόγο είχε το δίκοπο μαχαίρι για ψύλλου πήδημα. Απ’ όλα είχε ο μπαξές, χασάπηδες, μανάβηδες, ψαράδες, βαρκάρηδες, αμαξάδες, χασισοπότες και νταήδες. Βρέθηκα σε μια κόλαση, μέσα στο βούρκο της Αγοράς.



Τότες ο Περαίας ήταν πολύ άγριος. Οι φόνοι στα Καρβουνιάρικα, Τρούμπα και Τσελέπη ήταν στην ημερησία διάταξη. Όσο για τεκέδες, ήταν γεμάτος, στην Πειραϊκή, Παναγίτσα, Άγιο Νείλο, Άγιο Νικόλα, Γύφτικα, Χατζηκυριάκειο και στην Τρούμπα. Κι όσο πιο πέρα πήγαινες, προς Άγιο Διονύση, εκεί φουμάρανε στο δρόμο. Ζάρια μες στο δρόμο παίζανε, περνούσε ο χωροφύλακας και δεν του ’δινε κανείς σημασία, παρά τραβούσανε τη δίκοπη επιδειχτικά να την δει! Ο Περαίας τότε είχε και έφιππη χωροφυλακή. Χαμαιτυπεία είχε μόνο τα Βούρλα που μετά έγιναν φυλακές. Εκεί οι γυναίκες δε βγαίνανε έξω, απαγορευότανε αυστηρώς. Αλλά οι αγαπητικοί είχαν τον τρόπο τους και πηδάγανε τα μεσάνυχτα μέσα παρ’ όλο που φυλάγανε άγριοι εύζωνοι. Αλλά καμία δεν μαρτυρούσε. Φόνοι γινόντουσαν κάθε τόσο, αιτία βέβαια ήταν οι γυναίκες. Η ίδια η γυναίκα που για χάρη της είχε εγκληματήσει κάποιος  ήταν υποχρεωμένη να τον συντηρεί μέχρι να βγει από τη φυλακή. Δε μπορούσε να κάνει αλλιώς γιατί θα την σκότωναν οι φίλοι του. Όταν όμως ο εγκληματίας αγαπητικός έβγαινε από την φυλακή, η πρώτη του δουλειά ήταν να την στεφανωθεί, απαραίτητος κανών. Και για τον σκυλόμαγκα ο άγραφος νόμος ήταν σκληρός!


https://www.youtube.com/watch?v=UnzB92GLhtE


Τη δεκαετία του’30 η Δραπετσώνα ήταν γκέτο, όχι όπως σήμερα που ’χει γίνει Κολωνάκι! Ήταν ένα από τα μεγαλύτερα στέκια της μαγκιάς. Σύχναζαν εκεί στους τεκέδες και στα μπουρδέλα των Βούρλων άνθρωποι από κάθε καρυδιάς καρύδι. Τα Βούρλα είχανε 500 πουτάνες και συχνάζανε εκεί όλοι αυτοί του σιναφιού αυτουνού. Είχα γνωρίσει μια πουτάνα των Βούρλων, που έμενε στα Καρβουνιάρικα, τη Λούση. Αυτοκτόνησε αυτή το’33, ήτανε μαστουρωμένη και μαχαιρώθηκε, σφάχτηκε μόνη της.


https://www.youtube.com/watch?v=mwvqsL9htnM


 Αυτή ήταν η Δραπετσώνα, παράγκες, τεκέδες, εμπόριο ναρκωτικών στο φόρτε, μπουρδέλα, αγαπητικοί, κακοποιοί, λαθρέμποροι, μάγκες, νταήδες, μπερμπάντηδες, πρεζάκηδες, χασικλήδες, μαχαιροβγάλτες, σκυλόμαγκες, ντερβισόπαιδα, αποφάγια μάγκες. Η Ασφάλεια γύριζε μέρα νύχτα και κάθε τόσο έκανε μπλόκο. Τα χρόνια αυτά ήταν φωτιά, για πέντε δεκάρες σκότωναν, έτσι από αγαπητιλίκι ή μαγκιά.



https://www.youtube.com/watch?v=oQt26aDHOGc








Από μικρός, ήμουνα και λιγάκι ζωηρός, μπήκα στην πιάτσα του Περαία. Τότε ήταν η εποχή των κουτσαβάκηδων και των νταήδων. Υπήρχαν οι τεκέδες, που ήταν κρυφοί με κλειστή την πόρτα. Έμπαινες και χτυπούσες συνθηματικά και ο τεκετζής σε ’βλεπε από κάποια τρύπα της πόρτας. Υπήρχαν και τα  καταγώγια που είχαν άδεια καφενείου. Σε κάθε καταγώγιο και σε κάθε συνοικιακό καφενείο ήταν κρεμασμένα 3-4 μπουζούκια και μπαγλαμάδες για το σκυλολόι που σύχναζε εκεί. Σ’ αυτά τα καφενεία δεν σταματούσε, νύχτα-μέρα, το μπουζούκι από κοπρόμαγκες, σκυλόμαγκες, μοσχόμαγκες της φυλακής και τους γνήσιους μάγκες, ανθρώπους της τούφας που το ’χαν μάθει στο σχολείο, τη φυλακή δηλαδή. Άκουγες πάντα ωραία ταξίμια μάγκικα και τραγούδια μόρτικα της φυλακής. Μπερδευότανε το κελάηδισμα του μπουζουκιού με την μυρωδιά της ταλμίρας από το ναργιλέ και το τσιγαριλίκι. Για να έμπαινες βέβαια εκεί έπρεπε να ήσουν μούτρο, δηλαδή να ήσουν παιδί του κουρμπετιού και να είχες εγκληματήσει απαραιτήτως!



https://www.youtube.com/watch?v=NEnCvzL4IWc



Σ’ αυτόν τον κόσμο μπήκα κι εγώ και προσπάθησα να γίνω από τους πρώτους και καλύτερους μάγκες. Ήθελα να γίνω πρωτοπαλίκαρο κι άρχισα να κάνω κατορθώματα πάνω στη μαγκιά και στο νταηλίκι. Όλοι οι κουτσαβάκηδες και οι νταήδες με υπολόγιζαν. Είχα γίνει πασίγνωστος, με γνωρίζανε κι οι πέτρες και δεν ήμουν μαχαλόμαγκας. Πήγαινα και στις άλλες περιοχές, στα λημέρια που είχαν οι άλλοι μάγκες και τα ’βαζα μαζί τους! Νόμος μου ήταν ο νόμος της μαγκιάς. Γιατί εμείς είχαμε τους δικούς μας νόμους, δικιά μας ταρίφα. Δεν υπολογίζαμε ούτε Θεό και πιο πολύ τους μπάτσους, δεν τους γουστάρω τους μπάτσους.  Αυτό που γουστάραμε το κάναμε χωρίς να δίνουμε λογαριασμό σε κανέναν. Δε σύχναζα όμως στα χαμαιτυπεία και κάτι τέτοια, ούτε έκανα παρέα με σωματέμπορους, κακοποιούς και κάτι άλλους χάληδες που φοράγανε μια ναυτική φανέλα χειμώνα καλοκαίρι. Είπαμε, έκανα παρέα με μάγκες, με τους μεγαλύτερους μάγκες της εποχής και με κουτσαβάκια που δεν σήκωναν από τους άλλους ούτε χαμόγελο. Ήταν περιβόητοι μάγκες, άντρες ζόρικοι, που τους έτρεμαν όλοι, άντρες που για να τους μιλήσεις έπρεπε να κάνεις μαθήματα ένα μήνα πιο μπροστά στο σπίτι σου γι’ αυτό που θα τους πεις! Πριν τολμήσεις να τα βάλεις μαζί τους έπρεπε να περάσεις να μεταλάβεις από καμιά εκκλησιά!


https://www.youtube.com/watch?v=TjxK_XOZqFA






Ο σκύλος, μπουλντόγκ συνήθως, ήταν απαραίτητος στους νταήδες και συνόδευε τον αφέντη του παντού. Όποτε πήγαινα στον τεκέ έπαιρνα και τον σκύλο μαζί. Ναργιλέ εγώ ναργιλέ κι σκύλος! Στο τέλος είχε γίνει από τους πρώτους χασικλήδες στον Περαία! Μόλις έφτανα στον τεκέ, πριν προλάβω να μπω μέσα, είχε μπουκάρει ο σκύλος κι άρχιζε να γαβγίζει δυνατά. Ήθελε ναργιλέ! Μόλις έπινε κάνα-δυο ήτανε εντάξει, είχε μαστουρώσει. Ήτανε σκύλος μάγκας, χασικλής. Δεν έπινε ό,τι να ’τανε. Δεν έπινε τα κατακάθια, τις τζούρες, ήθελε να είναι καλό πράμα και πάντα το ναργιλέ με φρέσκια τουμπεκιά!








Το χόμπι μου, από μικρός ήτανε να ζωγραφίζω και να γράφω στίχους. Το 1930 άρχισα να γράφω τραγούδια για δίσκους. Το πρώτο τραγούδι που γραμμοφώνησα  είχε τον τίτλο «Μεσ’ στου Νικήτα τον τεκέ» :


Χαρμάνης είμαι απ’ το πρωί
και πάω να φουμάρω
μεσ’ στου Νικήτα τον τεκέ
που ’χει το φίνο μαύρο.


https://www.youtube.com/watch?v=yPf9hoV3WdY


Τότε, όταν έβγαιναν αυτοί οι δίσκοι, η Ασφάλεια μας είχε στη μπούκα, επειδή γράφαμε για ναργιλέδες και για τέτοια. Μια φορά, είχα πάει στο “πανεπιστήμιο” της Δραπετσώνας κι εκεί στη σιδερένια γέφυρα στον Άγιο Διονύση, στα ψυγεία, με πλησίασε ένας μπάτσος της Ασφάλειας και μου είπε : «Δε φτάνει που σας αφήνουμε αβέρτα, μας βάζετε και στα γραμμόφωνα και μας προκαλείτε». Κουβέντα στην κουβέντα, αρπάχτηκα μ’ αυτόνε. Χάλασε ο κόσμος εκείνη τη μέρα. Τον έβρισα άσχημα : «Θα σου βάλω ένα ναργιλέ στον πάτο, ρε πούστη, γαμώ το στέμμα σου» του είπα!


https://www.youtube.com/watch?v=jfz_XqKkg5g



Το 1938 έκανα το φόνο. Υπήρχε ένας μάγκας τότε που ήταν το φόβητρο της Φρεαττύδας. Ήταν άγριος και αιμοβόρος μάγκας φορτωμένος με τσαμπουκάδες και παλιές καταδίκες, είχε χρόνια στη φυλακή. Ήταν σκυλόμαγκας που σκότωνε με το παραμικρό. Άνοιξα μαζί του προηγούμενα σ’ έναν τεκέ και επειδή ήταν κι άλλοι μάγκες μπροστά, τον πείραξε αυτό πολύ και μου το βάστηξε. Έτσι, ήρθε ένα απόγευμα στην Αγορά, στον πάγκο μου, μαζί μ’ έναν ξάδερφό του στρατιώτη που ήταν σεσημασμένος κακοποιός. Μου επιτέθηκαν ξαφνικά χωρίς δεύτερη κουβέντα. Ο ξάδερφός του με κράτησε από το δεξί χέρι κι αυτός έβγαλε τη φαλτσέτα και με χτύπησε στο λαιμό, αριστερά και στην ωμοπλάτη. Με πήρανε τα αίματα κι από τον πόνο γονάτισα. Τότε, πριν προλάβουν να μ’ αποτελειώσουν, έβγαλα ένα εξάσφαιρο περίστροφο που είχα, μάρκας “ουνιόν”, και τον πυροβόλησα τέσσερις φορές! Τον βρήκαν δυο σφαίρες και τον σκότωσα. Μεταφέρθηκα στο Τζάνειο σε αφασία, ενώ τον ξάδερφό του τον συνέλαβαν. Αφού γιατρεύτηκα παρέμεινα για λίγο υπόδικος, αλλά βγήκα έξω με εγγύηση και στο Δικαστήριο αθωώθηκα γιατί βρισκόμουν σε άμυνα. Και μετά, τη Μεγάλη Παρασκευή, πήγα στον τάφο του και μαστούριασα και μετά έχεσα! Γιατί το ’χαμε πει, ότι όποιος καθαρίσει από τους δυο θα πάει να χέσει στον τάφο του αλλουνού! Και έτσι έκανα.


https://www.youtube.com/watch?v=D5iC3H_a9Tk


Σιγά – σιγά ο Περαίας άλλαξε. Ήρθε η εξέλιξη. Οργανώθηκε το λιμάνι του. Καταργηθήκανε οι βαρκάρηδες, φύγανε οι αμαξάδες. Πάνε οι μαούνες που ήταν άσυλο για τους κλέφτες. Τα μπουρδέλα έκλεισαν. Οι τεκέδες έσβησαν. Αμανές δεν ακούγεται τα βράδια στους δρόμους γιατί είναι φωτισμένοι και μπεκρήδες δεν υπάρχουνε. Οι παράγκες των συνοικισμών χάθηκαν και στη θέση τους χτίστηκαν διώροφα και τριώροφα σπίτια. Τα κοτέτσια και τα καταγώγια της Δραπετσώνας γκρεμίστηκαν και υψώθηκαν οκταώροφες πολυκατοικίες. Η Δραπετσώνα! Το Κολωνάκι του Περαία! Ο καθένας τώρα έχει τ’ αυτοκίνητό του και αντί για ούζο ή κρασί η κόκα – κόλα έχει το λόγο… Οι μάγκες και οι ρεμπέτες όμως δεν πρόκειται να χαθούν όσο ο Περαίας είναι λιμάνι. Υπάρχουν, ανακατεύονται μαζί μας, κάθονται δίπλα μας, με άλλη όμως μορφή. Μη περιμένουμε να τους δούμε με τραγιάσκα και ζουνάρι και να λένε τα μάγκικα και κορακίστικά τους. Ζει λοιπόν ο ρεμπέτης δεν πεθαίνει ποτέ γιατί είναι εφτάψυχος. Γιατί περιβόλι  δίχως τσουκνίδα και αγρός δίχως αγκάθι δεν υπάρχουν. Λείπει ο Μάρτης απ’ την Σαρακοστή; Έτσι δεν θα λείψει και το ρεμπέτ – ασκέρ.












Πριν λίγες μέρες πέθανε η γυναίκα μου. Της έγραψα ένα τραγούδι, λίγες μέρες πριν πεθάνει :


Με δίχως μάτια και μιλιά
το Γολγοθά ανεβαίνεις
γιατί κυρά μου βιάζεσαι
και δε με περιμένεις;


Έπρεπε να περιμένει αλλά εκείνη βιάστηκε. Δεν ξέρω γιατί. Αφού θα πάω κι εγώ τώρα σε λίγο. Βλέπεις ο Καρκίνος. Ένα χρόνο είναι στο λαιμό μου εγκαταστημένος. Η Αυτού Μεγαλειότης ο Καρκίνος! Τον τρέφω με τσιγάρα και αλκοόλ γιατί δεν θέλω να ζήσω. Προχτές που έπαθα την πρώτη κρίση και με πήγαν στο νοσοκομείο, θέλανε να με κοιμίσουνε για να μου κόψουνε το λάρυγγα. Κοίταξε να δεις τι γίνεται! Να με κοιμίσουνε! Τους είπα όχι, όχι εκατό φορές! Θέλω να είμαι ξύπνιος για ν’ απολαύσω τους τελευταίους πόνους της ζωής μου. Και έτσι έγινε, τους απόλαυσα!
Τη σκαπούλαρα μέχρι τώρα, αλλά σε λίγο φεύγω τροχάδην για τον Άδη. Προχτές είδα πάλι την γυναίκα μου στον ύπνο μου και μου ’λεγε :  «έλα»! Είμαι έτοιμος για ’κει. Εκεί που θα πάω είναι όλη η παλιά φρουρά : ο Τσιτσάνης, ο Παπαϊωάννου, ο Στράτος, ο Μπάτης, ο Ανέστος, ο Καρυδάκιας, ο Μάρκος, ο Χατζηχρήστος, ο Κερομύτης, η Ρόζα και η Μπέλλου. Η κομπανία είναι έτοιμη στον Άδη και με περιμένει.


https://www.youtube.com/watch?v=tzdFrrzavHM





Τάσος Καραντής

Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2014

ΕΡΩΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ

ΕΡΩΤΙΚΗ  ΕΠΙΣΤΟΛΗ





Το ποίημα αυτό, οφείλεται σε μια ιδέα, που προήλθε από την ανάγνωση του βιβλίου «Γράμματα της Εύας Palmer Σικελιανού στη Natalie Clifford Barney»(επιμέλεια, μετάφραση, σχόλια Λία Παπαδάκη, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1995), το οποίο αναφέρεται  στη νεανική λεσβιακή σχέση των δύο γυναικών(που ξεκίνησε το 1893), και στην ερωτική αλληλογραφία τους(συγκεκριμένα δημοσιεύονται οι επιστολές της Εύας Palmer Σικελιανού, που βρέθηκαν στο αρχείο της Natalie Clifford Barney).






 Όπως έχει γραφτεί η Εύα Σικελιανού ερωτεύτηκε γυναίκες, αλλά παντρεύτηκε τον ποιητή Άγγελο Σικελιανό.







Επιλέχτηκαν λέξεις και φράσεις από την ερωτική αλληλογραφία των δύο γυναικών, οι οποίες δουλεύτηκαν κι αποτέλεσαν  μια νέα σύνθεση.


Η αλλαγή του δίπολου “γυναίκα προς γυναίκα” σε “άντρας προς γυναίκα” έγινε, αποκλειστικά, για προσωπικούς λόγους ανάγκης έκφρασης και του γράφοντα, διαμέσου της “ερωτικής επιστολής”.


Στόχος ήταν η δημιουργία ενός ποιήματος στο οποίο να συμπυκνώνεται  το ερωτικό στοιχείο που κατακλύζει τις επιστολές.






Οφείλω να ομολογήσω, πάντως, πως τέτοιον εκρηκτικό έρωτα, τέτοια ερωτική αγάπη, που σε διαλύει, δεν την έχω ζήσει, ούτε και πρόκειται, βέβαια, πια, στη ζωή μου… Δεν ξέρω κι η Ζωή σήμερα, όπως έχει ξιπαστεί, αν αντέχει τέτοιους, συμπαντικού μεγέθους κι ενέργειας, έρωτες…


ΕΡΩΤΙΚΗ  ΕΠΙΣΤΟΛΗ


Αγάπη μου
είμαι ερωτευμένος μαζί σου.
Το αίμα μου ριγεί
στη σκέψη
να σε δω.
Η αγάπη μου
φτάνει μέχρι τις άκρες των δαχτύλων σου,
το ξέρω
εξαντλούμαι.
Όμως σε θέλω.
Όπως η καυτή άμμος της ερήμου
τη βροχή.
Είμαι
ένας ευτυχισμένος ερωτευμένος
που τον κυβερνά
η τρέλα της αγάπης.
Να σε ’χω μόνο
κι ας πεθάνω
πάνω στο κορμί σου
που σαν λεπίδα
όλα τα σκοτώνει
ωραία.
Μέχρι το τέλος
ένα ζητώ,
να είμαστε μαζί
με οδηγό
μόνο
τις τρελές επιθυμίες μας.




Ηδονή της γύμνιας
τα μάτια σου ακολουθώ
που λάμπουνε
σαν κοσμήματα στον ήλιο,
τα βαμμένα σου χείλη
- να βάφεσαι πάντα για χάρη μου –
τα όμορφα ανοιχτά σου μέλη
που ’ναι
οι λεωφόροι της κυριαρχίας σου,
τα βάθη σου
που ’ναι υπέροχα
όσο τα ύψη του πνεύματός σου,
τα χάδια σου
σαν το φεγγάρι
που το σώμα περιβάλλει
χωρίς να τ’ αγγίζει,
τα μαλλιά σου
να τους φιλώ
τις ασημένιες άκρες.



Σε αισθάνομαι έως θανάτου,
πίνοντάς σε νιώθω θάνατο
κι ανακαλύπτω αναπάντεχα ζωή
κι όταν πια εξοικειωθώ
κι εκλιπαρώ για περισσότερη ζωή
τότε δίνεις θάνατο.
Τα φιλιά σου δαγκώνουν
κάνουν να τρέμουν
τα κόκαλά μου
τα νεύρα μου.
Είσαι ένα σκληρό όρθιο σπαθί
που άσπλαχνα διεισδύει
και με κυριεύει
βίαια.
Το αίμα μου υπάρχει
για το άγγιγμά σου
να το μεταφέρει
μέχρι τ’ άκρα μου.
Είσαι μέσα μου
αγγίζεις την ουσία μου
σαν αέρας
σαν φως
με διαπερνάς
ώσπου λυγίζω
σαν φλούδα στον άνεμο.
Έτσι φωτισμένος
σου προσφέρω
διαρκή αφοσίωση.
Το κορμί μου
μια παλλόμενη συνείδηση
των φιλιών σου.


Σε φιλώ
σαν τον άνεμο
που φιλά
τ’ ατέλειωτα μίλια του ωκεανού.
Με παίρνεις
όχι
για να ξεφύγεις απ’ τις βιαιότητες του έρωτα
αλλά για να σου προκαλώ
τις ζωώδεις δονήσεις
που φοβάσαι.
Οι φλόγες μου
σα φίδια
δαγκώνουν το μυαλό σου
τυλίγουν το σώμα σου
με πύρινες γραμμές
και σε καίνε
ως την καρδιά.
Φυλακισμένη σε θέλω
να σε φιλάω
μέχρι να πεθάνουμε
κι οι δυο
από ηδονή.
Κι αν κάποτε φύγεις
οι αισθήσεις μου
στα σώματα όλων των αντρών
που θα αγαπήσεις
θα ’ναι,
για ν’ αγαπάς
ένα κομμάτι του εαυτού μου κάθε φορά.
Έτσι θα κλέβω
τα πολλά σου άπειρα.



Ωραία μου αγάπη
δυνατή σαν τον ήλιο
τρυφερή σαν το φεγγάρι
ελεύθερη σαν τον άνεμο
αληθινή σαν την αιωνιότητα.
Σ’ αγαπώ βαθιά,
είσαι στα σπλάχνα μου
στα κόκαλά μου
στις γωνιές της ψυχής  μου
ό,τι κάνω
με τυλίγει η αγκαλιά σου
τα χέρια σου με κρατούν.
Ευτυχισμένος κοιμάμαι
ευτυχισμένος ξυπνάω
αφού ζεις
αφού σε ξέρω
αφού σ’ αγαπώ.
Θα πετάξω
τη λογική στους ανέμους
για να γίνουμε
δυο αστραπές στον ουρανό.
Θα ακουμπήσω
το πνεύμα μου
στα πόδια σου
προσφορά
στην εικόνα σου
που τη νιώθω
σαν πραγματικότητα.
Σ’ ονειρεύομαι
- τα όνειρά μου σου είναι πιστά –
κι όταν ξυπνώ
η ζωή μου είναι ανυπόφορη
γιατί η παρουσία σου
μ’ εγκαταλείπει
μαζί με τ’ όνειρο
κι απομένω ν’ αγαπώ τα όνειρά σου.



Όταν σου γράφω κλαίω,
το ξέρω
είμαι κακός
που τα μάτια σου ταλαιπωρώ
μ’ αυτές μου τις λέξεις,
το ξέρεις
θα μπορούσα να σ’ αγαπώ
για χίλια χρόνια,
γι’ αυτό
αν μ’ αγαπάς
μην πεθάνεις πριν από μένα.
Θέλω να αποκοιμηθώ
ανάμεσα
στα ωραία ζηλιάρικα πόδια σου,
ως αύριο αγάπη
ως πάντα.


Τάσος Καραντής

Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2014

ΕΚΡΗΓΝΥΟΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΕΚΡΗΓΝΥΟΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ




«Κάθε μέρα μου στέλνουν δεκάδες βιβλία με ποιήματα. Ο καθένας παίρνει ένα κομμάτι χαρτί κι ένα μολύβι και γράφει. Και μετά, πάει σ’ ένα τυπογράφο, πληρώνει και βγάζει ένα βιβλίο. “Είμαι ποιητής” λέει! Και αυτόν θαυμάζεται. Κι αν τύχει και πάει η κουβέντα στην Παπαγιαννοπούλου και στο Δυο πόρτες έχει η ζωή κουνάει το κεφάλι του απαξιωτικά κι αποφαίνεται : “Η Ευτυχία είναι στιχουργός”. Δηλαδή, δεύτερο, παρακατιανό, “είδος”. Ενώ  αυτός που τύπωσε μια πλακετίτσα με  είκοσι “ποιήματα”, είναι … ποιητής!

Θυμάμαι έναν τέτοιο τύπο. Ερχόταν στο καφενείο, και, κάθε τόσο, μου έφερνε να διαβάσω ποιήματά του, σε συλλογές, που έβγαζε ο ίδιος. Τελείως ατάλαντος. Δήλωνε, όμως, “ποιητής”! Μπορεί να είχε και καρτ βιζίτ, που το γράφανε. Κάποτε, άκουσε ένα τραγούδι μου, που φαίνεται ότι του άρεσε ιδιαίτερα. Και με … παρασημοφόρησε! Μου είπε, με έκπληξη : “Μα, εσύ είσαι ποιητής!”. Δηλαδή, ό,τι και ο ίδιος, περίπου. Περίπου, όμως. Και πάντως χαμηλότερος!»(σελ. 44).

Αυτά γράφει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, στο βιβλίο του «Τα τραγούδια γράφουν την ιστορία τους»(εκδ. ΙΑΝΟΣ/2006), και, νομίζω, πως έχει δίκιο.

Αλλά, το διάβασα, μετά, αφού είχα τυπώσει 4(!) ποιητικές συλλογές(«Εκρηγνυόμενα όνειρα»/εκδ. ΙΩΛΚΟΣ – 1998, «Εξαγνισμός»/ εκδ. ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ  - 2005, «Αστική γεωγραφία»/εκδ. ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ – 2006 & «Υπήκοοι»/ εκδ. ΠΑΝΟΠΤΙΚΟΝ - 2008) …

Όμως, μην δικαιολογούμαι, πολύ πριν γράψω και τυπώσω, είχα διαβάσει την Κατερίνα Γώγου(«Ιδιώνυμο»/ εκδ. ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ - 1980) : «Εκείνο που φοβάμαι πιο πολύ/ είναι μη γίνω “ποιητής” … Μη με αποδεχτεί η ράτσα που μας έλιωσε/ για να με χρησιμοποιήσει … Μη μάθω μέτρο και τεχνική/ και κλειστώ μέσα σ’ αυτά/ για να με τραγουδήσουν / Μη με πιάσουν στην κούραση/ παπάδες κι ακαδημαϊκοί/ και πουστέψω … ». Αλλά, βλέπετε, η ανθρώπινη – κι ακόμα περισσότερο, η νεανική -  ματαιοδοξία, έχει μεγάλη δύναμη!

Γράφω, από έφηβος, ποιήματα, εργαζόμουνα, και, κάποια στιγμή, τα τύπωσα. Είμαι ποιητής; Όχι! Θα χρησιμοποιήσω το ποίημα του Μίλτου Σαχτούρη( «Ποιήματα», εκδ. ΚΕΔΡΟΣ / 1988, ΣΕΛ. 134) :

«Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΠΟΙΗΤΗΣ
Δεν έχω γράψει ποιήματα
μέσα σε κρότους
μέσα σε κρότους
κύλησε η ζωή μου

Τη μιαν μέρα έτρεμα
την άλλην ανατρίχιαζα
μέσα στο φόβο
μέσα στο φόβο
πέρασε η ζωή μου

Δεν έχω γράψει ποιήματα
δεν έχω γράψει ποιήματα
μόνο σταυρούς
σε μνήματα
καρφώνω»

 Ποιητής δεν δηλώνεσαι, αναγνωρίζεσαι, όχι από το σινάφι και τους δημοσιογράφους του, ούτε από τα βραβεία, αλλά από το Λαό!
Δεν είμαι ποιητής, ποιήματα έγραφα κάποτε, για να μπορούσα να αντέξω, να υπάρχω και να επικοινωνώ. Έχω, πια, μπει στα καλούπια μου, είμαι διαζευγμένος με 3 παιδιά, αλλά, η πνευματική περιπέτεια, ξεπερνάει κάθε κλισέ!

Τέσσερις ποιητικές συλλογές λοιπόν, και μια συμμετοχή σε ανθολογία(«Ανθολογία νέων Σαλαμινίων ποιητών», εκδ. ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ/ 1999), σύνολο 84 τυπωμένα ποιήματα, από το 1998 ως το 2008. Τι κρατάω από όλα αυτά, αν θα έκανα, σήμερα, μια ανθολογία; 15! Κι ίσως είναι και πολλά!

Ο Μίλτος Σαχτούρης, είχε κάψει βιβλία του, κι είχε αποκηρύξει ποιήματά του, το ίδιο κι ο Καβάφης.

Ειλικρινά, δεν ξέρω αν τα αποκηρύσσω ή τα παραμερίζω, ή τα αφήνω παγωμένα στο τότε(μου) που γράφτηκαν. Πάντως κράτησα, από 3 αντίτυπα, απ’ το κάθε βιβλίο, για τα 3 παιδιά μου, για να με γνωρίσουν, και τα υπόλοιπα βιβλία πήγαν στην ανακύκλωση, για να είναι ωφέλιμα.

Αυτά τα 15 – και πάλι με επιφύλαξη – δημοσιεύω εδώ, κλείνοντας το κεφάλαιο έντυπη ποιητική συλλογή.

Προσωπικά, σήμερα, που γράφω αυτό το σημείωμα, έχω κλείσει και το κεφάλαιο ποίηση. Όμως, το 2006 – μετά τη γέννηση του πρώτου μου παιδιού, του γιου μου - για έναν ολόκληρο χρόνο, έγραφα, καθημερινά κι ασταμάτητα, εκατοντάδες ποιήματα, βρισκόμουν σε ένα, πραγματικά, εγκεφαλικό κρεσέντο. Ίσως αυτά, του συρταριού, που ακολουθούν(στα λινκς), να είναι κάπως καλύτερα, εσείς θα το κρίνετε…


- ΕΚΡΗΓΝΥΟΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ :

 http://www.e-orfeas.gr/special/darksideofmoon/7117-%CE%95%CE%9A%CE%A1%CE%97%CE%93%CE%9D%CE%A5%CE%9F%CE%9C%CE%95%CE%9D%CE%91-%CE%A0%CE%9F%CE%99%CE%97%CE%9C%CE%91%CE%A4%CE%91.html


- ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙΟ :




http://www.e-orfeas.gr/special/darksideofmoon/7134-%CE%A0%CE%9F%CE%99%CE%97%CE%9C%CE%91%CE%A4%CE%91-%CE%A3%CE%97%CE%9C%CE%95%CE%99%CE%A9%CE%9C%CE%91%CE%A4%CE%91%CE%A1%CE%99%CE%9F.html


- ΗΛΕΚΤΡΙΚΗ ΣΕΛΗΝΗ :




 http://www.e-orfeas.gr/special/darksideofmoon/7157-%CE%A0%CE%BF%CE%B9%CE%AE%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1-%CE%97%CE%9B%CE%95%CE%9A%CE%A4%CE%A1%CE%99%CE%9A%CE%97-%CE%A3%CE%95%CE%9B%CE%97%CE%9D%CE%97.html



- ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ :



 http://www.e-orfeas.gr/special/darksideofmoon/7177-%CE%A4%CE%BF-%CF%83%CF%8E%CE%BC%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%B7%CF%84%CE%AE.html



- ΑΝΤΙΣΩΜΑΤΑ :





 http://www.e-orfeas.gr/special/darksideofmoon/7231-%CE%A0%CE%BF%CE%AF%CE%B7%CF%83%CE%B7-%CE%91%CE%9D%CE%A4%CE%99%CE%A3%CE%A9%CE%9C%CE%91%CE%A4%CE%91.html

- ΠΕΝΘΙΜΗ ΓΕΩΜΕΤΡΙΑ :




 http://www.e-orfeas.gr/special/darksideofmoon/7334-%CE%A0%CE%AD%CE%BD%CE%B8%CE%B9%CE%BC%CE%B7-%CE%B3%CE%B5%CF%89%CE%BC%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%AF%CE%B1.html


- ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ :




 http://www.e-orfeas.gr/special/darksideofmoon/7555-%CE%9C%CE%B5%CF%84%CE%B1%CE%BC%CE%BF%CF%81%CF%86%CF%8E%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%BF%CE%BD%CE%B5%CE%AF%CF%81%CE%BF%CF%85.html


- ΣΕ ΧΡΟΝΟ ΑΟΡΙΣΤΟ ΕΡΩΤΙΚΟ :



 http://www.e-orfeas.gr/special/darksideofmoon/7597-%CE%A3%CE%B5-%CF%87%CF%81%CF%8C%CE%BD%CE%BF-%CE%B1%CF%8C%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF-%CE%B5%CF%81%CF%89%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C.html



Τάσος Καραντής

Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2014

Ο ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΕΝΟΣ ΑΓΩΝΙΣΤΗ

Ο ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΕΝΟΣ ΑΓΩΝΙΣΤΗ




Η Σαλαμίνα ένιωσε, από τη μια, τη βαριά μπότα των γερμανοϊταλικών ναζιστικών και φασιστικών δυνάμεων κατοχής, αλλά, από την άλλη, άνθισε, και σ’ αυτό το ιστορικό νησί του Σαρωνικού, το αντιστασιακό κίνημα.

Ένα από τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα εκείνων των ηρωϊκών μα και τραγικών χρόνων είναι ο αντιστασιακός κι αγωνιστής(ΕΑΜίτης και ΕΛΑΣίτης) Βαγγέλης Π. Σαλματάνης(1914-2011).

Το 2004, προσέγγισα τον 90χρονο, τότε, συντοπίτη μου και κατέγραψα τις αναμνήσεις του, με το δημοσιογραφικό μου μαγνητοφωνάκι, σε 17 ωριαίες κασέτες. Το υλικό αυτό,μαζί με αρκετά έγγραφα – ντοκουμέντα, που ο αγωνιστής κατείχε στο προσωπικό του αρχείο, έγινε βιβλίο : «Οι αναμνήσεις του αγωνιστή Βαγγέλη Π. Σαλματάνη - μαρτυρίες και τεκμήρια», εκδ. Στοχαστής, Αθήνα 2005.

Απομαγνηφωνώντας τις αφηγήσεις του και δουλεύοντας πάνω στο υλικό, έβλεπα ότι μέσα από τα λεγόμενά του “ξεπήδαγε” ένας ολοζώντανος μονόλογος, ο μονόλογος ενός, ανάμεσα στους χιλιάδες, απλού αγωνιστή, που μέσα του καταγραφόταν, κωδικοποιημένα, η δραματική ιστορία τούτου του τόπου. Αυτό που εγώ έκανα, ήταν να προσπαθήσω, πάντα δοκιμαζόμενος πάνω στη γραφή και συνεχώς πειραματιζόμενος, μέσα από μια ανασύνθεση και συμπύκνωση, να του δώσω σάρκα και οστά.  


«Γεννήθηκα στα μέσα της δεύτερης δεκαετίας του 20ου αιώνα. Ήμουν παιδί πολυμελούς αγροτικής οικογένειας. Τελείωσα το Σχολαρχείο και πήγα στο Γυμνάσιο. Το άφησα όμως, γιατί την εποχή αυτή τα γράμματα τα πούλαγαν ακριβά!  Έτσι, στις αρχές της δεκαετίας του ’30, ακολούθησα το επάγγελμα του ναυτικού, έγινα μηχανικός του εμπορικού ναυτικού. Το πρωί δούλευα στα συνεργεία, κάνοντας την πρακτική μου και το βράδυ σπούδαζα.

Μαζί μ’ έναν συμμαθητή μου είχαμε νοικιάσει δυο δωματιάκια, τρώγλες ήτανε, στον Προφήτη Ηλία, στον Πειραιά. Ήταν ένας μεγάλος χώρος με πολλά ενοικιαζόμενα δωμάτια, σαν στρατόπεδο, και οι περισσότεροι από τους ενοικιαστές του ήταν τσαγκαράδες, που δούλευαν στα εργοστάσια κατασκευής παπουτσιών. Αυτοί, τότε, οι τσαγκαράδες, λόγω του επαγγέλματος, όπως ήσαν στα τραπεζάκια και φτιάχνανε παπούτσια, διάβαζαν και συζήταγαν πολύ. Ήσαν στην πρωτοπορία των προοδευτικών ιδεών και κυρίως του Κομμουνιστικού Κόμματος. Μια φορά λοιπόν μου ρίξανε κάτω από την πόρτα την εφημερίδα «Νεολαία» της ΟΚΝΕ, της Ομοσπονδίας Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδας. Ε, σα νέος με ανησυχίες που ήμουν, τη διάβασα κι άρχισα, σιγά-σιγά, να γνωρίζω τις ιδέες του κομμουνισμού.

 Τελικά, ώσπου να τελειώσω τη σχολή, έτρεχα, με τους διαλοτσαγκαράδες, στις διάφορες διαδηλώσεις. Μια φορά κάναμε μια πορεία, στο κέντρο του Πειραιά. Πριν φτάσουμε στο Δημαρχείο, εκεί κοντά,ήτανε ένας φούρνος.  Το φτυάρι που φούρνιζε έβγαινε έξω από το παράθυρο. Άμα ήσουνα “τυχερός” το έτρωγες στη κοιλιά! Εκεί λοιπόν είχανε κατέβει οι χωροφύλακες, τότε τους λέγαμε κουραμπιέδες, και μας είχανε φράξει το δρόμο. «Πίσω, πίσω! Να διαλυθείτε» μας φώναζαν. Εμείς τώρα 17-20 χρονών που να κάναμε πίσω, το θεωρούσαμε προσβολή. Πείσμα αυτοί, πείσμα εμείς! Μας πλακώσανε με τα κλομπ! Οπισθοχωρήσαμε και μπήκαμε στο φούρνο. Αρπάξαμε τα ξύλα που φούρνιζε το ψωμί και βγήκαμε έξω. Δώστου αυτοί δώστου εμείς! Τρώω μια με το κλομπ στον ώμο, μου παράλυσε το χέρι! Εν τέλει μας διαλύσανε. Ήτανε το πρώτο μου ξύλο αυτό, δοκίμασα το πρώτο μου κλομπ!                
                     
Καθοδηγητής μου, κατά κάποιον τρόπο, ήταν ένας, κατά δέκα χρόνια μεγαλύτερός μου, παλιός κομμουνιστής. Δεν ήταν βέβαια καθοδηγητής μου με σύνδεση, αλλά ήταν αυτός που με μύησε στην κομμουνιστική ιδεολογία. Αυτός δούλευε στον Πειραιά, στην Καρβουνόσκαλα, ως φτυαριστής και ήταν ενταγμένος στο προοδευτικό συνδικαλιστικό κίνημα. Την περίοδο αυτή, γύρω στα 1936, έγινε το Σιλό στον Πειραιά. Είχαν αναστατωθεί όλοι, έλεγαν, τι θα γίνουμε εμείς που θα πάμε; Εγώ, ήμουνα ακόμη μαθητής στη σχολή μηχανικών, και τον γνώρισα στο λιμάνι. Περπατήσαμε μια φορά μαζί συζητώντας και μου έκανε εντύπωση που αυτός, φτωχός μεροκαματιάρης όπως ήτανε, είχε βγάλει τα παπούτσια του και τα είχε βάλει στη μασχάλη, για να μη λιώσουνε οι σόλες! Κάποια στιγμή τον ρώτησα: «Τι γίνεται τώρα η υπόθεση αυτή με το Σιλό; Θα σας πετάξουνε στο δρόμο!». Γύρισε με κοίταξε με περιέργεια, να έβλεπε τι γνώμη είχα εγώ. Και μου είπε: «Και τι θέλεις να κάνουμε; Να μην το βάλουν το Σιλό;». –«Να πάτε να το σπάσετε! Να μην αφήσετε τίποτα απ’ αυτό!», του απάντησα. Κούνησε, κούνησε το κεφάλι και μου είπε: «Αυτά τα λένε οι αναρχικοί. Μήπως είσαι και ‘σύ τέτοιος;». –«Όχι δεν είμαι εγώ αναρχικός». Είχα διαβάσει όμως τότε εγώ τον «Αναρχισμό» του Μπακούνιν. –«Εμ τότε γιατί να πάμε να το σπάσουμε; Είσαι ενάντια στην πρόοδο; Ενάντια στην εκβιομηχάνιση της χώρας; Είσαι ενάντια στο να μην εκσυγχρονιστεί η πατρίδα μας; Τι είσαι απ’ όλα αυτά;». Κάθισα και τον κοίταγα. Μου είπε : «Εμείς οι κομμουνιστές δεν είμαστε ενάντια στην πρόοδο, στην εκβιομηχάνιση της χώρας μας και στην εγκατάσταση μηχανημάτων νέου τύπου που θα ανακουφίζουνε τους εργαζόμενους. Αλλά ξέρεις ποια είναι η διαφορά μας; Να εγκατασταθεί, να βελτιωθεί και να επεκταθεί, αλλά  με παράλληλη εξασφάλιση της εργασίας αυτών που θα κινδυνεύσουν να μείνουν άνεργοι. Αυτό είμαστε εμείς.». –«Και πως θα γίνει αυτό; Ρε άμα δεν πάτε να το σπάσετε το ρημάδι δεν πρόκειται να δείτε θεού πρόσωπο!». Πολύ αργότερα, μετά από χρόνια, κατάλαβα πόσο δίκιο είχε!

Τότε, στα 1936, δεν το’ χα πάρει καλά-καλά το δίπλωμα του μηχανικού, γιατί είχε αρρωστήσει ο καθηγητής μου και θα με εξέταζε ένας άλλος καθηγητής που έκανε τότε και χρέη υποδιευθυντή στη σχολή. Αυτός όμως εξέταζε όσους ήθελε κι εμένα  δεν με εξέταζε. Από τις συνεχείς αναβολές είχα νευριάσει τόσο που μια φορά, δεν κρατήθηκα, και του ‘δωσα μια τρίφλα που του φύγανε τα γυαλιά από τη μούρη! Τι να ‘κανε ο πατέρας μου, για να περάσει το κακό, είχε ένα γνωστό ναυτολόγο στο λιμεναρχείο και μου βρήκε καράβι και μπαρκάρισα. Πήγα στη Σοβιετική Ένωση και, κατόπιν, στην Ισπανία, κατά τη διάρκεια του ισπανικού εμφυλίου, το Μάρτη του 1937. Συνέχισα να ταξιδεύω ως το τέλος του 1938. Τότε επέστρεψα στην Ελλάδα και πήρα το πτυχίο του μηχανικού από τη σχολή μου. Στη συνέχεια έδωσα εξετάσεις και πέρασα στη Σχολή Υπαξιωματικών Μηχανικών του Ναυτικού, απ’ όπου πήρα το πτυχίο του Β΄ Μηχανικού το 1939. Αμέσως τοποθετήθηκα στο θωρηκτό «Αβέρωφ», στο Αρχηγείο Στόλου.

 Καθ’ όλη τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου βρισκόμουν στη ζώνη των πρόσω.

Στις 27 Απρίλη 1941 οι Γερμανοί μπήκαν στην Αθήνα. Η σημαία της σβάστικας κυμάτιζε στην Ακρόπολη. Το φρόνημα του Λαού όμως ήταν ακμαίο. Ένιωθε νικητής. Δεν ήθελε να υπακούσει ούτε να υποταχτεί.

Εγώ είχα επιστρέψει πια και πήγα στα παλιά στέκια κάποιων φίλων μου, γύρω από τα Εξάρχεια. Εκεί, πρωτορίχτηκε η ιδέα να οργανωθούμε στην αντίσταση. Ήρθαμε σε επαφή με την ΕΑΜική οργάνωση. Πήραμε κατευθύνσεις κι αρχίσαμε την ΕΑΜική δουλειά, συναντιόμασταν κρυφά σε γιάφκες.

Θυμάμαι ότι συμμετείχα και σε κάποιες συνεδριάσεις που έγιναν στη Δραπετσώνα, σε κάτι σπιτάκια με πλίθρες. Είναι να γελάς και να κλαις. Γιατί πήγαμε εκεί; Γιατί στα σπίτια αυτά, τα πλινθόκτιστα, άμα συνέβαινε τίποτα, ανοίγαμε μια τρύπα και περνάγαμε έτσι, από σπίτι σε σπίτι, και βγαίναμε σε άλλο δρόμο! Σ’ αυτά τα σπιτάκια λοιπόν, στη Δραπετσώνα, συνεδριάζαμε κι είχαμε βγάλει τα γραπτά μας. Τώρα τα γραπτά μας ήταν κάτι πολύ μικρά χαρτάκια πάνω στα οποία γράφαμε με πολύ ψιλά γράμματα, σα ψείρες. Συνήθως σ’ αυτές τις συνεδριάσεις ερχότανε ένας υπολοχαγός ή λοχαγός και μας έκανε μαθήματα για την τακτική και στρατηγική του εφεδρικού ΕΛΑΣ. Απ’ έξω από το σπιτάκι που γινότανε η συνεδρίαση, λίγο πιο μακριά, είχαμε περιφρούρηση. Αυτή τη φορά λοιπόν, ήρθε ένας της περιφρούρησης και μας είπε: «Γερμανοί έρχονται!». Σηκωθήκαμε, αλλά δεν προλάβαμε να κάνουμε τίποτα γιατί ήρθε πάλι και είπε: «Δεν ήταν τίποτα, ένας μεμονωμένος Γερμανός ήταν!». Εμείς πριν μας ξεσηκώσει αυτός της περιφρούρησης κρατάγαμε σημειώσεις. Οπότε μόλις ξανακαθίσαμε στο τραπέζι, μας είπε αυτός της καθοδήγησης : «Για κοιτάτε που έχουμε φτάσει;». –«Τι να κοιτάξουμε;», είπε ένας σύντροφός μας. –«Τα σημειώματα!». –«Τα σημειώματα; Ου! Αύριο το πρωί!». –«Γιατί; Κοροϊδεύεις;». –«Τι κοροϊδεύω; Αύριο το πρωί θα τα βγάλω, τα έφαγα!». –«Ρε τα έφαγες;». –«Ναι. Τι θα τα έκανα;!». Πιάσαμε τα γέλια όλοι. Αυτός όμως ήταν παλιός αγωνιστής κι ήξερε από κινήματα, ήξερε από παρανομία. Εμείς ήμασταν κουταβάκια ακόμη.

Έτσι λειτουργήσαμε όλα τα χρόνια της Κατοχής. Κυρίαρχη δουλειά μας ήταν το γράψιμο συνθημάτων στους τοίχους(ψωμί – λευτεριά – ανεξαρτησία – λαϊκή κυριαρχία), η εξεύρεση οπλισμού και η συγκέντρωση πληροφοριών, τις οποίες και διαβιβάζαμε στην Κεντρική Διοίκηση του Πειραιά ή της Αθήνας. Στα τέλη του ’43 με αρχές του ’44, όμως, πληροφορηθήκαμε ότι οι Γερμανοί είχαν μπει στο δρόμο της ανακάλυψής μας κι ετοιμάζονταν να κάνουνε συλλήψεις! Έτσι, ύστερα από μία δραματική σύσκεψη, αποφασίστηκε η διάλυσή μας και η διοχέτευσή μας σε άλλα τμήματα του ΕΑΜ σε Αθήνα και Πειραιά.

Εγώ κατέληξα στην Κοκκινιά και βρέθηκα στρατιωτικός διοικητής λόχου του ΕΛΑΣ Πειραιά. Τότε απόκτησα και το πρώτο μου όπλο, ένα κολτ 40άρι. Μια φορά, είχα βγει με την κοπέλα μου και, κατά λάθος, το ακούμπησε! «Τι είναι αυτό;» μου είπε παγωμένη! –«Η ταυτότητά μου είναι!» της απάντησα.


 

Τον Αύγουστο του 1944 έζησα τα δραματικά γεγονότα του Μπλόκου της Κοκκινιάς, που άφησαν για πάντα έντονα στη μνήμη μου τις εικόνες της φρίκης, της τραγωδίας και του αίματος που χύθηκε στην χιλιοβασανισμένη προλεταριακή πόλη της Κοκκινιάς.

Η στάση και η θυσία της καπετάνισσας Διαμάντως με συγκλόνισε!Οι γερμανοτσολιάδες είχαν βάλει το σπίτι της σε κλοιό. Ήταν ταμπουρωμένη εκεί μαζί με τα παλικάρια του φρουραρχείου μας. Επιχείρησαν λοιπόν να το καταλάβουν με έφοδο και τότε άρχισε η μάχη. Όσοι πήδησαν από το μαντρότοιχο δεν ξανασηκώθηκαν. Επιχείρησαν  δεύτερη έφοδο, αλλά τα συγκεντρωτικά πυρά των παλικαριών του ΕΛΑΣ τους έκοψαν τη φόρα. Υποχώρησαν και ζήτησαν ενισχύσεις.  Ο Γερμανός αξιωματικός έστειλε μια συστοιχία όλμων. Τοποθετήθηκαν αντικριστά από το σπίτι κι άρχισαν να βάλουν. Εκεί να ’βλεπες και να σε πιάνει ίλιγγος: κεραμίδια να σκορπούν στον αέρα σαν τραπουλόχαρτα, τα ταβάνια, σχισμένα, να κρέμονται σαν σεντόνια που τα ’χε δείρει δυνατός αέρας στο σχοινί, τα σπασμένα παράθυρα να χάσκουνε χωρίς παντζούρια, σπασμένα τζάμια, τραυματίες με ανοιχτές πληγές και το οπλοπολυβόλο να ρίχνει πανδαιμόνια! Η καπετάνισσα Διαμάντω φώναξε δυνατά στα παλικάρια να μεταφέρουν τους τραυματίες στο ημιυπόγειο. Τα πυρομαχικά λιγόστευαν, μόνο λίγες δεσμίδες απέμεναν. Δεν υπήρχε άλλη λύση και ελπίδα, παρά να επιχειρήσουν έξοδο. «Μπρος λεβέντες και σας καλύπτω εγώ», τους είπε η Διαμάντω. Αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν την καπετάνισσα. Τους φώναξε όμως αγριεμένα : «Σας αποδεσμεύω! Εμπρός κι εγώ σας καλύπτω με τα λίγα πυρομαχικά που έχω.». –«Έχε γεια καπετάνισσα!», απάντησαν. Πηδήξανε το μαντρότοιχο, τρεις είχανε απομείνει όλοι κι όλοι, μα δεν πρόλαβαν να τρέξουν 40 με 50 βήματα και άφησαν τη ζωή τους στο πεζοδρόμιο. Τελευταία δεσμίδα και το οπλοπολυβόλο σίγησε. Η Διαμάντω δρασκέλισε την αυλή και βγήκε από την πόρτα σα να μη συνέβαινε τίποτα! Ένας όλμος τη σημάδευε! «Ζωντανή τη θέλω», φώναξε ο ταγματασφαλίτης αρχηγός του αποσπάσματος. Ορμήσανε πάνω της, την έπιασαν και την πήγαν στην πλατεία στον αρχιταγματασφαλίτη. «Που είναι οι άλλοι μωρή;», τη ρώτησε. –«Δεν μου χρειάστηκαν άλλοι για να πολεμήσω άντρες που φόρεσαν γυναικεία φουστάνια!», του απάντησε. Και συνέχισε θαρρετά : «Έννοια σας και λίγα είναι τα ψωμιά σας!». Ο αρχιταγματασφαλίτης κοκκίνισε από το θυμό του και της έδωσε μία με το βούρδουλα στο πρόσωπο. Πετάχτηκε το αίμα να τον πνίξει! «Πάρτε την», φώναξε. Την οδήγησαν στην μάντρα μαζί με άλλους και την εκτέλεσαν.

Τη χαρά της απελευθέρωσης του Οκτώβρη τη σκέπασε ο βουρκωμένος ουρανός του Δεκέμβρη του ’44. Κατά την έναρξη των Δεκεμβριανών, ήμουν απ’ τους πρώτους που συνέλαβαν οι Εγγλέζοι ιμπεριαλιστές. Οδηγήθηκα στο Χασάνι, όπως λέγαμε τότε το αεροδρόμιο του Ελληνικού, αιχμάλωτος των Εγγλέζων και κατέληξα, λίγες μέρες αργότερα, όμηρός τους στο στρατόπεδο αιχμαλώτων της Ελ Ντάμπα, βαθιά μέσα στην έρημο της Αφρικής! Εκεί πριν είχαν βάλει τους Γερμανούς αιχμαλώτους και τώρα θα έβαζαν εμάς! Το στρατόπεδο ήταν ένας κάμπος καμιά 200αριά στρέμματα και παραπάνω. Είχε στη μέση ένα αρκετά μεγάλο διάδρομο και χωριζότανε σε κλουβιά. Το κάθε κλουβί είχε μέσα σκηνές και γύρω-γύρω αγκαθωτά συρματοπλέγματα και σε απόσταση 2 μέτρα είχε ένα μονό σύρμα, το οποίο δεν έπρεπε να το υπερβείς!

Από τα πρώτα προβλήματα που αντιμετωπίσαμε ήταν αυτό του φαγητού. Ο Άγγλος συνταγματάρχης, διοικητής του στρατοπέδου, δε μας έδινε ψωμί και φαΐ. Ψωμί μας έδινε 40-50 δράμια. Εμείς σκεβρωμένοι, όπως ήμασταν, από την πείνα και τις στερήσεις, κάναμε δυο φορές έτσι και πήγαινε κάτω! Το βράδυ τι να τρώγαμε; Για φαΐ μας δίνανε φιστίκια αράπικα ξερά κι έναν πολτό από καρότο και λαρδί, ένα παχύρρευστο πράγμα! Αυτόν τον πολτό μόλις πηγαίναμε να τον φάμε γινότανε μια λάσπη στο στόμα, που μας ερχότανε εμετός! Τι να κάναμε; Σκεφτήκαμε να κάνουμε απεργία πείνας! Οι γιατροί που υπήρχαν ανάμεσά μας όμως είχαν τις αντιρρήσεις τους. Γιατί για να κάνεις απεργία πείνας πρέπει να έχεις τα κατάλληλα μέσα. Μας είπαν : «Άμα αρχίσουνε και εμφανιστούνε οι κοκκινίλες, στα χέρια ,στα πόδια, στα μπούτια, με τι θα τις θεραπεύσουμε; Έχουμε κανένα φάρμακο;». Έτσι αποφασίσαμε να κάνουμε αποχή. Μαζέψαμε όλα τα σκεύη του μαγειρείου και τα πετάξαμε απ’ έξω από τα σύρματα. Είχαμε κάτι πιάτα σαν κολυμπήθρες, σα τσουκαλάκια τσίγκινα. Μ’ αυτά και με τα κουτάλια αρχίσαμε και χτυπάγαμε. Μαζί με μας άρχισε και το άλλο κλουβί και παρακάτω και το άλλο και παρακάτω το άλλο και γίνηκε ένα πανδαιμόνιο. Βούιζε όλος ο κάμπος! Αναγκάστηκε και ήρθε ο Άγγλος συνταγματάρχης. Εν τω μεταξύ εμείς είχαμε βγάλει και μια επιτροπή. Ήρθε ο συνταγματάρχης και μας είπε : «Τι έχετε; Σας δίνω 1200 θερμίδες. Οι 1200 θερμίδες είναι αρκετές για να διαβιώσει ένας κρατούμενος. Τι παράπονο έχετε;». Του απάντησαν αυτοί της επιτροπής : «Ναι 1200 θερμίδες, αλλά τα φιστίκια γίνονται φαΐ;».-«Μα μαζί με τ’ άλλα συμπληρώνονται 1200 θερμίδες», τους ανταπάντησε. Και δώς του οι θερμίδες και δώς του οι θερμίδες. Πίσω απ’ αυτούς καθόμασταν εμείς. Ήτανε κι ο αρχιμάγειράς μας από τα χωριά της Λιβαδειάς. Ήτανε τόσο ψηλός που δεν τον χώραγε η πόρτα να περάσει! Είχε κάτι χερούκλες, να! Βάστηξε, βάστηξε που άκουγε θερμίδες και θερμίδες και έκανε έτσι και παραμέρισε και μπήκε μπροστά και είπε του διερμηνέα : «Πέστονα ρε του κερατά έτσι όπως θα σου τα πω εγώ! Άκου εδώ κύριε διοικητά. Εμείς στο σπίτι μας και στην πατρίδα μας δεν τρώγαμε θερμίδες! Τρώγαμε ψωμί! Να μας δώσεις ψωμί και να τις κρατήσεις τις θερμίδες εσύ! Να τις φας εσύ!». Ε, σιγά-σιγά  βελτιώθηκε κάπως η κατάσταση. Άρχισαν και μας έφερναν και πατάτες…

Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας επέστρεψα στην Ελλάδα, αλλά η Ασφάλεια είχε τραβήξει κόκκινη μολυβιά στο όνομά μου κι έτσι ήμουν συνεχώς στην παρανομία. Από τα πολλά, με κατέδωσε ένας χαφιές και με συνέλλαβαν. Παράλληλα με αποτάξανε κι από το Ναυτικό με την κατηγορία του επικίνδυνου κομμουνιστή. Είχε αρχίσει ο εμφύλιος κι εμένα με πήγαιναν από φυλακή σε φυλακή : Ασφάλεια Θεσσαλονίκης, Φυλακές Γεντί Κουλέ, Κρατητήρια Τούμπας, Γενική Ασφάλεια Πειραιά. Τελικά, βρέθηκα, το 1948, εξόριστος στην Ικαρία.




Από ’δω, απ’ την Αθήνα, τα στρατοδικεία δουλεύανε υπερορίες! Γιατί ο εμφύλιος πόλεμος βάσταγε. Και ψαρεύανε από μας από την Ικαρία και τους στέλνανε στην Αθήνα να δικαστούνε στο στρατοδικείο. Μια φορά έναν Πόντιο, ένα παλικάρι γερό, τον κάλεσε η χωροφυλακή να παρουσιαστεί στον Ξυλοσύρτη για να τον στείλουνε στην Αθήνα. Φυσικά δεν του είπανε το λόγο, αλλά αυτός, είτε τον ειδοποιήσανε είτε το κατάλαβε, και αντί για να παρουσιαστεί, βγήκε στο αντάρτικο! Είχε κάτι ομάδες σκόρπιες, δεξιά κι αριστερά, εκεί στο νησί, στην Ικαρία. Και μια μέρα που κατεβήκαμε μια ομάδα στον Άγιο Κήρυκο, για να ψωνίσουμε, τον είδαμε σκοτωμένο! Του ’χανε κόψει οι χωροφύλακες το κεφάλι, το ’χανε βάλει σ’ ένα τραπέζι και τριγύρω του χορεύανε!

Το καλοκαίρι του ’49 ήρθε ένα καράβι και βγήκαν και φώναζαν από έναν κατάλογο ονόματα, επιλεκτικά, ο τάδε, ο τάδε, ο τάδε…Μας πήραν από ’κει και μας πήγαν στην Μακρόνησο. Μας τοποθέτησαν, ως πολιτικούς κρατούμενους, στον Άγιο Γεώργιο, στο Στρατόπεδο Πειθαρχημένης Διαβίωσης Πολιτικών Εξορίστων. Εκεί μείναμε ως το φθινόπωρο του ’49 και κατόπιν μεταφερθήκαμε στα διάφορα τάγματα, μας αναλάμβανε πλέον ο στρατός. Εμένα με πήγανε στο Β΄ Ειδικόν Τάγμα Οπλιτών, στο Ειδικόν Σχολείον Αναμορφώσεως Ιδιωτών. Εκεί πήραμε μυρουδιά τι μέλλει γενέσθαι. Μόλις μπήκαμε μέσα από την πύλη μας σταματήσανε και μας βάλανε στη μέση οι αλφαμίτες, δηλαδή η αστυνομία μονάδας. Μας βάλανε στη μέση κι άρχισαν μια να μας φοβερίζουνε και μια να μας καλοπιάνουνε. Εμείς δεν τους δίναμε σημασία. Μας έλεγαν να υποχωρήσουμε και να υπογράψουμε δηλώσεις. Εμείς τίποτα. Οπότε σε μια στιγμή μας ρίχτηκαν. Μας χτυπούσαν, άλλοι με ξύλα, άλλοι με τους υποκόπανους κι άλλοι με κλωτσιές και γροθιές! Γυρίζαμε σαν τρελοί! Γύρω εμείς, γύρω κι αυτοί! Και χτυπάγανε! Αφού χορτάσανε αυτοί να δίνουνε κι εμείς να παίρνουμε, σταματήσανε! Και μας βάλανε σε φάλαγγα και μας πήγαν στις σκηνές. Ήτανε κάτι μεγάλες σκηνές κι εκεί μας πετάξανε μέσα στη λάσπη! Τα βράδια  ακούγαμε τα βογκητά και τις φωνές αυτών που μαρτύραγαν! Κάθε βράδυ! Κάθε βράδυ! Ώσπου ήρθε η σειρά μας! Μπήκανε μέσα στη σκηνή και μας αρχίσανε με τις κλωτσιές, με τους υποκόπανους, με τα παλούκια και μας χτυπάγανε αδιάκριτα! Σ’ όλο το στρατόπεδο άκουγες τα βογκητά, το ωχ και το βαχ, που σ’ έπιανε ανατριχίλα! Όλη νύχτα! Και το πρωί μας βγάζανε στη δουλειά, στην αγγαρεία. Εκεί οι αλφαμίτες σοφίζονταν, με το εκφυλισμένο τους μυαλό, πως θα μας παίδευαν. Εξάλλου δεν τους έκανε και κανένας έλεγχο, δεν τους ζητούσαν αναφορά, ότι ήθελαν μας έκαναν!




Την άνοιξη του’50 με απέλυσαν. Με άφησαν ελεύθερο να επιστρέψω στον τόπο μου, με την έγγραφη όμως εντολή «άμα τη αφίξει μου» να παρουσιαστώ «εις Υποδιεύθυνσιν  Χωροφυλακής».
Τα χρόνια που ακολούθησαν, παράλληλα με την οικογενειακή και επαγγελματική μου ζωή, εξακολουθούσα, πάντα, να παραμένω κι ένας ενεργός κοινωνικός αγωνιστής. Λόγω βέβαια αυτής της δράσης μου εξακολούθησα να είμαι “τακτικός επισκέπτης” της αστυνομίας. Όποτε τους κάπνιζε με ειδοποιούσαν και πήγαινα στην αστυνομία. Είχα ετοιμάσει λοιπόν κι εγώ το μπόγο μου και τον είχα σε μια γωνιά του σπιτιού μου. Και της έλεγα της, της γυναίκας μου, «Γυναίκα, άμα το βράδυ δεις και δεν έρθω να μου στείλεις τον μπόγο στην αστυνομία!». Αυτή η κατάσταση, με τις συνεχείς κλήσεις στην αστυνομία, συνεχίστηκε μέχρι και την μεταπολίτευση, το 1974. Αυτή η προσωπική μου ταλαιπωρία όμως δεν με εμπόδισε να δώσω το παρών μου σε όλα τα αγωνιστικά κινήματα και τις εξεγέρσεις της εποχής  ως και τη λαϊκή εξέγερση του Πολυτεχνείου στις 17 Νοέμβρη του 1973.

Τώρα πια, που βρίσκομαι στη δύση μου, αισθάνομαι πως, ό,τι κι αν έγινε, το έκανα το χρέος μου σαν Άνθρωπος, πάλεψα, μια ζωή, για ένα ιδανικό, έναν καλύτερο κόσμο. Κουβαλάω τους αγώνες μου πάνω στο κορμί μου. Τελευταία πήγα στο γιατρό κι αυτός τρόμαξε με τις ουλές που είδε στην πλάτη μου, κατάλοιπα των βασανιστηρίων της φυλακής. Συγκλονισμένος με ρώτησε : «Τι σημάδια είναι αυτά που έχετε στην πλάτη σας;». –«Γιατρέ», του απάντησα, «είναι η αμοιβή που μου έδωσε η πατρίδα μου επειδή πολέμησα τους ναζί κατακτητές!».




Τάσος  Καραντής